Η διαχείριση της σχέσης με την Τουρκία αναδεικνύεται σε «σταυρόλεξο για δυνατούς παίκτες» για τους Ευρωπαίους ηγέτες, αλλά μια κοινή στρατηγική είναι τώρα περισσότερο επιβεβλημένη από ποτέ, υποστηρίζει το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής (ECP).
Η σχέση της Ευρώπης με τον «ιδιόρρυθμο» γείτονά της επανέρχονται στο προσκήνιο ενόψει της συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 19-20 Οκτωβρίου και απαιτεί ιδιαίτερους χειρισμούς, υποστηρίζουν οι κορυφαίοι ερευνητές του ECP, Αμάντα Πολ και Ντεμίρ Μουράτ Σέιρεκ.
Οι ισορροπίες στις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι ιδιαίτερα εύθραυστες δεδομένων των μέτρων που εφαρμόζει η κυβέρνηση Ερντογάν τα οποία συχνά αντιβαίνουν στην έννομη τάξη και την ίδια τη δημοκρατία. Στη διήμερη συνεδρίαση την Πέμπτη και την Παρασκευή, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναμένεται να συζητήσουν το μέλλον αυτής της σχέσης και να αναζητήσουν μια νέα, ενιαία στρατηγική.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι Ευρωπαίοι, υπογραμμίζουν οι ερευνητές, είναι ότι ενόψει των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων το 2019 –βουλευτικές, προεδρικές, τοπικές) η Άγκυρα δεν πρόκειται να αλλάξει την προσέγγισή της στην εξωτερική πολιτική. Η υπ’ αριθ. 1 προτεραιότητα για τον Εντρογάν σήμερα είναι να παραμείνει στην εξουσία και οι προκλητικές δηλώσεις προς το εξωτερικό εξυπηρετούν σκοπιμότητες της εγχώριας πολιτικής του. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν θα πρέπει να εγκλωβιστούν σε αυτόν τον «πόλεμο λέξεων» με την Άγκυρα, αλλά θα υιοθετήσουν μια ενιαία, στιβαρή πολιτική όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες.
Σύμφωνα με την Πολ και τον Σέιρεκ, η ΕΕ θα πρέπει, καταρχήν, να αναζητήσει ευκαιρίες εποικοδομητικής συμφωνίας με την Τουρκία ώστε να εκτονωθούν αυτές οι πιέσεις. Δεύτερον, θα πρέπει να βρει τρόπους να υποστηρίξει τους υπερασπιστές των ατομικών ελευθεριών στην Τουρκία.
Για να το πετύχει αυτό η ΕΕ, θα πρέπει:
- Να σταματήσει να απειλεί για «πάγωμα» των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, είναι ήδη «παγωμένη» εδώ και χρόνια. Υιοθετώντας, όμως, αυτή τη ρητορική ουσιαστικά δίνουν τροφή στα ακροδεξιά και λαϊκιστικά κόμματα που καραδοκούν να αυξήσουν τους ψηφοφόρους τους στην Ευρώπη. Οπότε, σε αυτή την περίπτωση ισχύει ότι «η σιωπή είναι χρυσός».
- Να στηρίξει πιο ενεργά την κοινωνία των πολιτών και τους δημοσιογράφους. Η κριτική είναι απαραίτητη, αλλά δεν πρέπει να γίνεται εμπάθεια. Η Τουρκία δεν είναι μόνο η κυβέρνηση Ερντογάν –περιλαμβάνει μια πολύ δυναμική κοινωνία των πολιτών και πολύ ικανούς δημοσιογράφους που βρίσκουν έμμεσους τρόπους να κάνουν ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Μάλιστα, η ψηφιακή δημοσιογραφία μέσω ιστοτόπων, blogs και κοινωνικών μέσων είναι περισσότερο ανεπτυγμένη στην Τουρκία παρά στην Ευρώπη. Αυτό που πρέπει να κάνει η ΕΕ είναι να παρέχει ισχυρή στήριξη σε αυτές τις ομάδες. Αντί να κλείσει τη «στρόφιγγα» της χρηματοδότησης προς τη γείτονα χώρα, θα ήταν προτιμότερο να αναζητήσει τους υπερασπιστές των ατομικών ελευθεριών και να τους ενισχύσει οικονομικά.
- Να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για εκσυγχρονισμό της Τελωνειακής Ένωσης. Έτσι, η ΕΕ αποδεικνύει με εποικοδομητικό τρόπο ότι επιζητά τη διατήρηση σχέσεων με την Τουρκία. Οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη γιατί η Κομισιόν περιμένει το πράσινο φως από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο –το οποίο «μπλοκάρουν» κάποια κράτη μέλη, όπως η Γερμανία.
Αυτή τη στιγμή, η Τελωνειακή Ένωση περιορίζεται στα βιομηχανικά προϊόντα αλλά το σκεπτικό είναι να επεκταθεί και στις υπηρεσίες, τον αγροτικό τομέα και τις δημόσιες συμβάσεις. Το λάθος είναι, σύμφωνα με τους συγγραφής της έρευνας, ότι το «οικονομικό όπλο» χρησιμοποιείται ως μαστίγιο και όχι ως καρότο για την Άγκυρα, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την επίδρασή του.
- Να καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια για πάταξη του PKK. Παρότι η ΕΕ κήρυξε το κουρδικό PKK «τρομοκρατική οργάνωση» το 2002, οι υποστηρικτές του εξακολουθούν να οργανώνουν εκστρατείες σε διάφορα μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με έκθεση που εξέδωσε η Europol τον Ιούλιο του 2017, στη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Ρουμανία, οι υποστηρικτές του PKK μπορούν ελεύθερα να αντλούν κεφάλαια και να διοργανώνουν καμπάνιες. Έτσι, εκτός από την ενιαία πολιτική που έχει καταστρώσει η ΕΕ, θα πρέπει και τα κράτη μέλη να λάβουν επιμέρους μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή.
- Να καταργήσει τη βίζα. Η απελευθέρωση των θεωρήσεων εισόδου είναι ένα πολύπλοκο θέμα που έχει μεγάλες τεχνικές απαιτήσεις. Οι περισσότεροι Τούρκοι πολίτες, όμως, μη γνωρίζοντας τις τεχνικές λεπτομέρειες νιώθουν αδικημένοι από τις ευρωπαϊκές αρχές –ιδίως μετά την πρόσφατη απελευθέρωση της εισόδου για τους πολίτες της Γεωργίας και της Ουκρανίας.
Αν και η κατάργηση της βίζα για τους Τούρκους δεν είναι ένας εφικτός στόχος για το άμεσο μέλλον, η ΕΕ θα έπρεπε να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις που θα διευκολύνουν τη διαδικασία για όσους Τούρκους θέλουν να ταξιδέψουν στην Ευρώπη –ιδίως τους επιχειρηματίες, τους τουρίστες, τους δημοσιογράφους ή τους καλλιτέχνες. Για παράδειγμα, είναι απαράδεκτο οι Τούρκοι φοιτητές που έχουν γίνει δεκτοί για μεταπτυχιακά σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια να αντιμετωπίζουν προβλήματα εισόδου στην ΕΕ.
Η σχέση ανάμεσα στην Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν ποτέ στρωμένη με ροδοπέταλα. Τα τελευταία 50 χρόνια έχουμε δει μεγάλη πρόοδο αλλά και πισωγυρίσματα. Σήμερα, όμως, οι ευρωτουρκικές σχέσεις περνούν μια πρωτοφανή κρίση, με την Ευρώπη να μοιάζει αβοήθητη να αναλάβει δράση υπέρ της δημοκρατίας. Η Τουρκία, όμως, δεν παύει να είναι ένας στρατηγικός εταίρος της Ευρώπης και πρέπει να διερευνηθούν όλοι οι τρόποι ενίσχυσης των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Διατηρώντας ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας και κάνοντας μικρά βήματα κάθε φορά, είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει η Ευρώπη στις παρούσες συνθήκες. Η κατάρρευση των σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας δεν θα ωφελήσει καμία από τις δύο πλευρές, καταλήγει η έρευνα του EPC.