Τα τελευταία χρόνια η συζήτηση γύρω από την κλιματική κρίση διευρύνεται συνεχώς, καθώς όλο και περισσότερα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι οι επιπτώσεις της δεν περιορίζονται μόνο στην επιφάνεια της Γης.
Η NASA, το Γερμανικό Κέντρο Γεωεπιστημών (GFZ), κορυφαία ερευνητικά ινστιτούτα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ και μεγάλα επιστημονικά δίκτυα συμφωνούν ότι όταν μεταβάλλεται η κατανομή της μάζας στην επιφάνεια του πλανήτη – λόγω νερού, πάγου ή στάθμης θάλασσας – μεταβάλλεται και ο τρόπος που «φορτίζονται» τα ρήγματα. Με άλλα λόγια, η κλιματική κρίση δεν «γεννά» σεισμούς, αλλά μπορεί να επηρεάζει τη χρονική στιγμή και τον χαρακτήρα σεισμών που βρίσκονται ήδη σε σημείο ωρίμανσης.
- Η αποτυχία της COP30 και τι σημαίνει για την Ελλάδα και την Ευρώπη
- Το χρηματοπιστωτικό σύστημα απέναντι στην κλιματική κρίση: Τι δείχνουν τα νέα δεδομένα της ΕΚΤ
Οι διεθνείς μελέτες που συνδέουν το κλίμα με τη σεισμικότητα
Η NASA, σε αναλυτική τεχνική αναφορά, περιγράφει πώς οι μεταβολές στη μάζα νερού – από έντονες βροχοπτώσεις, τήξη πάγων, άνοδο στάθμης θάλασσας ή μεγάλες εποχικές διακυμάνσεις υπόγειων υδροφορέων – προκαλούν μικρές αλλά μετρήσιμες αλλαγές στις πιέσεις που ασκούνται στον φλοιό. Αυτές οι πιέσεις μεταφράζονται σε διαφοροποιήσεις των τάσεων στα ρήγματα, που σε οριακά «ώριμα» σημεία μπορεί να λειτουργήσουν ως επιταχυντικός παράγοντας.
Το Γερμανικό Κέντρο Γεωεπιστημών (GFZ) έχει παρουσιάσει αποτελέσματα που δείχνουν ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας ασκεί σταδιακά αυξανόμενη πίεση στα παράκτια ρήγματα, μεταβάλλοντας τον σεισμικό τους κύκλο. Όσο περισσότερο νερό συσσωρεύεται στις παράκτιες λεκάνες, τόσο αυξάνει το βάρος που «πατάει» πάνω στα ρήγματα, με συνέπειες που δεν είναι άμεσες αλλά καταγράφονται σε βάθος δεκαετιών.
Ακαδημαϊκές ομάδες στην Ελβετία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ έχουν δημοσιεύσει μελέτες που συσχετίζουν την εποχική σεισμικότητα με τον υδρολογικό κύκλο. Σε ορεινές περιοχές των Άλπεων, η απότομη τήξη χιονιού μετά από θερμά κύματα συνοδεύεται από αυξήσεις σε μικροσεισμούς. Στις ΗΠΑ, μελέτες γύρω από μεγάλα συστήματα υδροδότησης έδειξαν ότι μεταβολές στον υπόγειο υδροφορέα μπορούν να επηρεάσουν το βάθος και τη συχνότητα μικρών σεισμών σε συγκεκριμένες τεκτονικές ζώνες.
Οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι απλές υποθέσεις. Εργαστηριακά και γεωδυναμικά μοντέλα δείχνουν ότι η «φόρτιση» και «αποφόρτιση» ενός ρήγματος μέσω μεταβολών στη μάζα του νερού μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που αυτό γλιστρά ή «κλειδώνει». Αν το ρήγμα βρίσκεται ήδη κοντά σε κρίσιμο σημείο, μια τέτοια μεταβολή μπορεί να μετατοπίσει το «πότε» θα συμβεί ένας σεισμός που ούτως ή άλλως είχε ωριμάσει.
Τι σημαίνει αυτό για τις μεγαλουπόλεις
Σε παράκτιες μητροπόλεις χτισμένες πάνω σε ρήγματα – όπως Σαν Φρανσίσκο, Τόκιο, Σεντάι, Μανίλα, ακόμα και περιοχές της Νότιας Ευρώπης – η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και η αύξηση των ακραίων βροχοπτώσεων θεωρούνται πλέον παράγοντες που μπορούν να μεταβάλουν την πίεση στα υποθαλάσσια και παράκτια ρήγματα. Δεν μιλάμε για άμεση ενεργοποίηση μεγάλων σεισμών, αλλά για έναν συνδυασμό φυσικών διεργασιών που επιταχύνουν τον «προγραμματισμό» μιας ήδη φορτισμένης γεωλογικής ζώνης.
Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία όταν συνδυάζεται με τις κλιματικές προβολές: περισσότερη βροχή σε μικρότερο χρόνο, αυξημένες πλημμύρες, συστηματική άνοδος της στάθμης θάλασσας και συρρίκνωση των χιονοσκεπών περιοχών. Όλα αυτά συνθέτουν ένα νέο περιβάλλον όπου το κλίμα και η τεκτονική αλληλεπιδρούν πιο συχνά και πιο έντονα από ό,τι στο παρελθόν.
Η Μεσόγειος ως «κόμβος» κλιματικών και τεκτονικών πιέσεων
Η Μεσόγειος θερμαίνεται 20% ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, σύμφωνα με την έκθεση MedECC. Παράλληλα, είναι μία από τις πιο σεισμογενείς περιοχές του πλανήτη λόγω της σύγκλισης Αφρικανικής και Ευρασιατικής πλάκας. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι θεωρητικό: αν οι κλιματικές μεταβολές επηρεάζουν ρήγματα, η Μεσόγειος είναι ένα από τα πρώτα μέρη όπου αξίζει να εξεταστεί η σχέση αυτή.
Ανεξάρτητες μελέτες σε οργανισμούς της Ιταλίας, της Τουρκίας και της Ανατολικής Μεσογείου έχουν καταγράψει εποχικά μοτίβα μικροσεισμών που συνδέονται με υδρολογικές διεργασίες: τήξη χιονιού, μεταβολές στάθμης λιμνών και υπόγειων υδροφορέων, περίοδοι ενισχυμένων βροχοπτώσεων. Οι μελέτες δεν υποστηρίζουν ότι αυτές οι μεταβολές γεννούν μεγάλους σεισμούς, αλλά ότι συμμετέχουν στο περίπλοκο «ισοζύγιο τάσεων» στα ρήγματα.
Επιπλέον, η παράκτια Μεσόγειος είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στον διπλό κίνδυνο σεισμού–τσουνάμι. Με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η ίδια σεισμική εκπομπή μπορεί να έχει πολλαπλάσια επίπτωση σε χαμηλές παράκτιες ζώνες. Για αυτό τον λόγο, μεγάλα ερευνητικά προγράμματα που εξετάζουν τον συνολικό κίνδυνο (multi-hazard) έχουν εντάξει πλέον το κλίμα στις αναλύσεις σεισμικών κινδύνων.
Τι γνωρίζουμε για την Ελλάδα
Η Ελλάδα βρίσκεται στη ζώνη υψηλότερης σεισμικότητας στην Ευρώπη και, ταυτόχρονα, σε μία από τις πιο κλιματικά ευάλωτες ζώνες της Μεσογείου. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει επίσημη κρατική διαπίστωση ότι η κλιματική αλλαγή αυξάνει τη σεισμικότητα στη χώρα. Αυτό παραμένει αντικείμενο διερεύνησης.
Ωστόσο, υπάρχουν πλέον σαφείς επιστημονικές ενδείξεις – τόσο από διεθνείς ερευνητικές ομάδες όσο και από μελέτες που αφορούν ειδικά τον ελληνικό χώρο – ότι οι υδρολογικές μεταβολές (έντονες βροχές, απότομες μεταβολές στη στάθμη υπόγειων υδάτων, περίοδοι συσσώρευσης και τήξης χιονιού) μπορούν να τροποποιούν την τοπική μικροσεισμικότητα. Μια από τις πλέον πρόσφατες εργασίες είναι η δημοσίευση Seasonal seismic velocity variations measured using seismic noise autocorrelations to monitor the dynamics of aquifers in Greece από το Πανεπιστήμιο Grenoble Alpes και το ISTerre στο Journal of Geophysical Research: Solid Earth (AGU, 2023), η οποία τεκμηριώνει ότι οι εποχικές μεταβολές στη μάζα του νερού στους ελληνικούς υδροφορείς επηρεάζουν μετρήσιμα τις σεισμικές ταχύτητες, δηλαδή τις μηχανικές τάσεις στον φλοιό. Αντίστοιχα, στο πλαίσιο του διεθνούς ερευνητικού προγράμματος Corinth Rift Laboratory (CRL), η μελέτη Hydrologic measurements in wells in the Aigion area (Corinth Gulf, Greece): Preliminary results (Comptes Rendus Geoscience, 2004, UPMC – Paris VI, Géosciences Rennes) κατέδειξε ότι οι μεταβολές στην πίεση πόρων (pore pressure) στις γεωτρήσεις του Αιγίου σχετίζονται με τη μικροσεισμική δραστηριότητα της ενεργής ρηξιγενούς ζώνης του Κορινθιακού. Πρόσφατα, ελληνική ερευνητική ομάδα του ΕΚΠΑ και του Hellenic Mediterranean University δημοσίευσε στο Sensors την εργασία Cluster Analysis of Seismicity in the Eastern Gulf of Corinth Based on a Waveform Template Matching Catalog (2023), στην οποία αναδεικνύεται ότι η εξέλιξη σεισμικών σμηνών στο ανατολικό τμήμα του Κορινθιακού είναι συμβατή με διεργασίες διάχυσης ρευστών και μεταβολών στην πίεση υπόγειων υδάτων, μηχανισμός που έχει ήδη συνδεθεί διεθνώς με την εποχική «τροποποίηση» της μικροσεισμικότητας. Οι παραπάνω εργασίες αποτελούν την πιο απτή τεκμηρίωση ότι το υδρολογικό σύστημα, το οποίο αλλάζει ραγδαία λόγω της κλιματικής κρίσης, μπορεί πράγματι να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η σεισμική δραστηριότητα σε ευαίσθητες τεκτονικά περιοχές της Ελλάδας.
Η επιστημονική κοινότητα στην Ελλάδα ασχολείται πλέον συστηματικά με ζητήματα όπως:
-η επίδραση των ακραίων βροχών στην παραμόρφωση του εδάφους,
-η αλληλεπίδραση υδρολογικών διεργασιών και ενεργών ρηγμάτων,
-η αυξημένη ευαλωτότητα παράκτιων ζωνών από σεισμούς και τσουνάμι λόγω κλιματικής αλλαγής,
-η ανάγκη ενοποίησης δεδομένων κλιματικών, γεωλογικών και σεισμικών παρατηρήσεων.
Αν και δεν υπάρχει ακόμη πλήρης απόδειξη ότι η κλιματική αλλαγή αυξάνει τους σεισμούς στην Ελλάδα, υπάρχει αυξανόμενη επιστημονική συμφωνία ότι οι μεταβολές στο νερό – υπέργειο και υπόγειο – παίζουν ρόλο στον τρόπο που εξελίσσονται οι μικροσεισμικές διεργασίες. Αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα στο να κατανοηθεί μια πιο σύνθετη σχέση.