Το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα, παρά τη μεγάλη βελτίωση των τελευταίων ετών, παραμένει από τα υψηλότερα πανευρωπαϊκά: στο 19,6% το 2024 από 22,1% το 2014 αλλά και από 18,9% το 2023 (με τον μέσο όρο της ΕΕ στο 16,2% την τελευταία 2ετία και στο 17,3% το 2014). Ο δείκτης μετρά τον πληθυσμό που ζει με εισόδημα ίσο ή χαμηλότερο του 60% του μέσου εθνικού. Φέτος, το μέσο καθαρό εισόδημα ανά κάτοικο υπολογίζεται σε 11.791 ευρώ τον χρόνο όταν το μέσο διαθέσιμο εισόδημα στην Ευρωζώνη είναι 27.065 ευρώ.

Η πίεση που αισθάνεται ο κάτοικος στην Ελλάδα αυξάνεται ταχύτατα αν προστεθεί και το κόστος που δαπανάται για την κατοικία, ούτως ώστε να φανεί τι απομένει στην τσέπη κάθε πολίτη/νοικοκυριού για να καλυφθούν όλες οι υπόλοιπες ανάγκες: τότε αντιμέτωπα με συνθήκες φτώχειας εκτιμάται πως βρίσκονται πάνω από 4 στα 10 νοικοκυριά στην Ελλάδα (το 41,8% , έναντι 49,3% τη διετία 2014-2015). Ο λόγος για μία αναλογία που είναι η υψηλότερη ανά την ΕΕ: με τον μέσο όρο στο 29,6% από 32,2% το 2025.

Τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από την Κομισιόν και από τα αναλυτικά κείμενα και δεδομένα που συνόδευσαν τις ανακοινώσεις για τη νέα πρωτοβουλία στήριξης της αγοράς κατοικίας ανά την ΕΕ. Ο λόγος για μία πρωτοβουλία που άνοιξε το δρόμο για να ανακοινωθεί (την ίδια ημέρα) και ένα νέο πακέτο μέτρων στη χώρα μας.
Προφανώς λοιπόν το θέμα στέγη «καίει» διεθνώς. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν πως στην Ελλάδα, παρά τη βελτίωση που δείχνουν οι αριθμοί, είναι πιο οξύ στην «τσέπη» του νοικοκυριού.
Οι λόγοι είναι εισοδηματικοί. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα λόγω της κρίσης ξεκίνησε να αυξάνεται από πολύ χαμηλά επίπεδα. Αλλά και τα οφέλη που θα κόμιζε από την άνοδο του ΑΕΠ των τελευταίων ετών ροκανίζονται από την ακρίβεια. Γιατί δεν είναι μόνο οι τιμές στα ακίνητα και στα ενοίκια που αυξάνονται διαρκώς. Είναι και οι τιμές στο ράφι οι οποίες μετά από μία (πρόσκαιρη όπως αναμενόταν) βραδύτερη άνοδο, και πάλι αυξάνονται ταχύτερα από τον Νοέμβριο.

Η κρίση στην αγορά κατοικίας προκαλεί πολλούς κραδασμούς και παρενέργειες. Για παράδειγμα σχετίζεται με τη δυνατότητα ενός νέου να μείνει μόνος του (στα 30,7 έτη στην Ελλάδα έναντι 26,2 ετών κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Και τούτο δεν συνδέεται μόνο με την οικονομική ανεξαρτησία, αλλά και με άλλα ζητήματα. Είναι μία ένδειξη του κατά πόσο μπορεί να στήσει το σπιτικό του και τα σκεφτεί να κάνει παιδιά σε μία Ελλάδα που έχει την 3η μεγαλύτερη γήρανση πληθυσμού. Γενικότερα το στεγαστικό είναι προφανώς ένα ζήτημα με πολλές και μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές, ακόμη και πολιτικές προεκτάσεις.
Υπάρχουν κι άλλα στατιστικά με ενδιαφέρον: η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει στον μέσο ευρωπαϊκό ρόλο. Αλλά και πάλι είναι πολύ πιο χαμηλή η αναλογία στεγαστικών δανείων. Αυτό από τη μία μεριά δείχνει ότι δεν έχουμε πολλά τραπεζικά βάρη, από την άλλη όμως μπορεί να είναι και μία ένδειξη πως οι κατοικίες αυτές είναι κυρίως «κληρονομία» και σε μεγάλο βαθμό μη ανακαινισμένες. Άρα πως οι ανάγκες για ανακαίνιση και αναβάθμιση είναι πολύ μεγαλύτερες από ότι «αλλού» και πως απαιτούνται πολλές επενδύσεις.
Οι επενδύσεις όμως θέλουν δαπάνες και χρηματοδότηση. Η ΕΕ στο σχέδιο που ανήγγειλε δεν προβλέπει νέο «χρήμα» με την μορφή επιδοτήσεων, τουλάχιστον στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο (2021-2027). Προβλέπει μόνο μεταφορά κονδυλίων (από το ΕΣΠΑ και από τα μελλοντικά πακέτα), κάποια δάνεια και… νομικές ευελιξίες για κρατικές ενισχύσεις και ιδιωτική πρωτοβουλία. Όλα αυτά όμως είναι πιο εύκολο να γίνουν σε μεγάλη έκταση από κράτη που έχουν πιο χαμηλό δημόσιο χρέος και πιο υψηλά εισοδήματα…
Οι ανάγκες μας είναι λοιπόν πολλές, το πρόβλημα στέγης για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι οξύτατο και οι λύσεις δεν είναι ούτε εύκολες, ούτε άμεσης απόδοσης. Γι αυτό και ο σχεδιασμός που αναπτύσσεται πρέπει να έχει και συναίνεση και συνέργειες σε όλο το φάσμα του «κράτους», της πολιτικής αλλά και του ιδιωτικού τομέα.