Η κοινωνική αντίδραση είναι λογική και αναμενόμενη. Ό, τι και να γίνει, όσα μέτρα και να ληφθούν, η ακρίβεια χτυπάει «κόκκινο» και ο φόβος και το χειμώνα αυξάνεται.
Αυξάνεται ακόμα πιο πολύ σε όσα νοικοκυριά έχουν λιγότερα περιθώρια αντίδρασης. Γιατί, να μην ξεχνάμε, προηγήθηκε η πανδημία που προκάλεσε άλλους είδους πλήγμα σε μεγάλο μέρος της οικονομίας και της κοινωνίας κατά την οποία προφανώς δεν μπορούσε κανείς να αντιδράσει με κοινωνικό και μαζικό τρόπο. Στην Ελλάδα μάλιστα προηγήθηκε και η οικονομική κρίση από την οποία λίγο σηκώσαμε κεφάλι, αλλά στην πράξη δεν την ξεπεράσαμε ποτέ. Δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί η επιστροφή στα εισοδηματικά και κοινωνικά επίπεδα της προ μνημονίων εποχής, δεν πρόλαβαν να καταργηθούν όλα τα «χαράτσια».
Το ζήτημα είναι ότι στις πιο φτωχές κοινωνίες που καταναλώνουν περισσότερο μερίδιο του εισοδήματος τους, η ακρίβεια είναι περισσότερο αντιληπτή. Κατά συνέπεια επηρεάζεται πιο δραστικά το οικονομικό κλίμα, η κατανάλωση, η δυναμική της ανάπτυξης.
Η Ελλάδα βεβαίως έχει και αντισώματα. Αυτή τη φορά δεν είναι καν στο επίκεντρο της κρίσης, έχει το «ατού» του τουρισμού, πιο ήπιο χειμώνα, μικρότερη ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, ενώ μπορεί να αδράξει την ευκαιρία της μαζικής διοχέτευσης κονδυλίων της ΕΕ στην αγορά.
Παρόλα αυτά, είναι σαφές πως το κύμα ακρίβειας είναι τόσο οξύ που οι κινήσεις που γίνονται ή δρομολογούνται δεν φτάνουν για να το αντισταθμίσουν. Η απώλεια στην αγοραστική δύναμη από τις τιμές στο «ράφι» και στις υπηρεσίες μεγαλώνει κάθε ημέρα που περνά.
Το τι θα γίνει προφανώς θα εξαρτηθεί και από τις κινήσεις που θα λάβει η κυβέρνηση για τη θωράκιση της αγοράς και τη συγκράτηση των τιμών ή για την αύξηση των αμοιβών. Αλλά, κακά τα ψέματα, αυτή τη φορά αυτό που μετρά είναι κυρίως οι παγκόσμιες εξελίξεις αλλά και το αν θα υπάρξει κάποια ευρωπαϊκή αντίδραση. Γιατί προς το παρόν έχουμε μόνο τις διαβεβαιώσεις από το Eurogroup της Δευτέρας ότι πάμε το 2023 με πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική για συγκρατήσουμε τη ζήτηση και το κόστος δανεισμού.