Σε ένα σημαντικό ορόσημο για τον κλάδο κρυπτονομισμάτων που κάποτε βρισκόταν στο στόχαστρο των ρυθμιστικών αρχών, η Coinbase, το μεγαλύτερο ανταλλακτήριο cryptos στον κόσμο, εισήχθη στον αμερικανικό χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500. Η ανακοίνωση έγινε λίγες μέρες αφότου το bitcoin ξεπέρασε το όριο των 100.000 δολαρίων, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από τα τέλη Ιανουαρίου.
«Η Coinbase, από μια έντονη διαμάχη με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) πριν από λίγους μήνες αποτελεί σήμερα την τελευταία προσθήκη στον S&P 500», έγραψε το πρωί της Τρίτης ο διευθύνων σύμβουλος της Bernstein, Γκόταμ Τσχουγκάνι. «Αυτό το γεγονός συμβολίζει την εντυπωσιακή αλλαγή της τύχης της αγοράς κρυπτονομισμάτων και την αυξανόμενη σημασία της ως το σύνορο της χρηματοοικονομικής καινοτομίας», πρόσθεσε.
«Πρόκειται για ένα σημαντικό ορόσημο, όχι μόνο για την Coinbase, αλλά και για ολόκληρο τον κλάδο κρυπτονομισμάτων», έγραψε στο Yahoo η Αλέσια Χαας, οικονομική διευθύντρια της Coinbase. «Η ένταξη σε αυτόν τον αναγνωρισμένου κύρους δείκτη αντικατοπτρίζει πόσο μακριά έχουν φτάσει η Coinbase και γενικότερα η αγορά κρυπτονομισμάτων, αποτελώντας μία ένδειξη για το πού οδεύει ο κόσμος».
Η S&P Global ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι η Coinbase αντικαθιστά την Discover Financial Services, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία εξαγοράς από την Capital One Financial. Η διαπραγμάτευση της μετοχής της Coinbase ξεκινά τη Δευτέρα 19 Μαΐου.
Τι σημαίνει η εισαγωγή στον S&P 500
Αυτή είναι μια μεγάλη κίνηση για την Coinbase και ένα ακόμη μεγαλύτερο μήνυμα για το bitcoin. Το γεγονός ότι μια εταιρεία κρυπτονομισμάτων προστίθεται σε έναν από τους σημαντικότερους χρηματιστηριακούς δείκτες στις ΗΠΑ δείχνει πόσο μακριά έχει φτάσει αυτός ο κλάδος. Δεν είναι πλέον απλώς ενθουσιασμός- γίνεται πραγματικό μέρος του παραδοσιακού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Aπό τη στιγμή που η Coinbase εισήλθε στο δείκτη, κάθε fund που ακολουθεί τον S&P 500 θα πρέπει να την συμπεριλάβει στο χαρτοφυλάκιό του. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη ζήτηση για τη μετοχή, κάτι που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην τιμή της σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Όμως ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι φέρνει μεγαλύτερη έκθεση και αξιοπιστία σε ολόκληρη την αγορά κρυπτονομισμάτων.
Η Coinbase είναι μια από τις κορυφαίες πλατφόρμες που χρησιμοποιούν οι συναλλασσόμενοι για να αγοράζουν και να πωλούν bitcoin. Η παρουσία της στον δείκτη S&P 500 καθιστά την έκθεση στο bitcoin πιο προσιτή στους παραδοσιακούς επενδυτές και παράλληλα βοηθά στο να μειωθεί η ιδέα ότι το bitcoin και τα κρυπτονομίσματα είναι απλώς ένα επικίνδυνο στοίχημα.
Oι αριθμοί άλλωστε μιλούν από μόνοι τους. Τα τελευταία 14 χρόνια, το bitcoin έχει ξεπεράσει τον S&P 500 και τον χρυσό με τεράστια διαφορά. Από το 2010, το bitcoin έχει σημειώσει άνοδο της τάξης του 7.200.000%, σε σύγκριση με το 306% του S&P 500 και το 116% του χρυσού, σύμφωνα με στοιχεία του Nasdaq. Ακόμα και σε μικρότερα χρονικά πλαίσια, το βitcoin ξεπερνά σταθερά και τα δύο. Για παράδειγμα, τον τελευταίο χρόνο, το bitcoin έχει αυξηθεί κατά 27%, ενώ ο χρυσός έχει αυξηθεί κατά 37% και ο S&P 500 έχει αυξηθεί μόνο κατά 5%. Τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει ενισχυθεί 1.138%, ξεπερνώντας κατά πολύ το 85% του χρυσού και το 92% του S&P 500.
Γιατί ο S&P 500 επέλεξε την Coinbase;
Μια επιτροπή επιλέγει ποιες εταιρείες περιλαμβάνονται στον S&P 500 και γενικά, η επιτροπή προσπαθεί να συμπεριλάβει εταιρείες από ένα ευρύ φάσμα τομέων, επομένως αποτελείται από 500 εταιρείες που αποτελούν μια καλή αναλογική εκπροσώπηση της αμερικανικής οικονομίας.
To ενδιαφέρον με την ένταξη της Coinbase στον S&P 500 έγκειται στο ότι είναι η πρώτη φορά που μια εταιρεία κρυπτονομισμάτων προστίθεται στον δείκτη, σημειώνει το The Crypto Basic. Ενώ αυτό δεν θα αλλάξει τα θεμελιώδη στοιχεία της ίδιας της εταιρείας, υποδηλώνει ότι οι εταιρείες κρυπτονομισμάτων γίνονται ένα ολοένα και πιο σημαντικό μέρος της οικονομίας των ΗΠΑ - ή τουλάχιστον, αυτή είναι η αντίληψη.

Ωστόσο, η επιτροπή του S&P 500 δεν μπορεί απλώς να επιλέξει οποιαδήποτε εταιρεία θέλει για τον δείκτη. Χρησιμοποιεί πολλαπλά κριτήρια όταν καθορίζει ποιες εταιρείες θα προσθέσει. Όπως σημειώνει το CNBC, κάθε εταιρεία που προστίθεται στον S&P 500 πρέπει να έχει αναφέρει κέρδη στο πιο πρόσφατο τρίμηνο και να έχει σωρευτικά κέρδη τα τελευταία τέσσερα τρίμηνα.
Πρέπει επίσης να είναι μεγάλης κεφαλαιοποίησης, δηλαδή, τουλάχιστον 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, να έχει επαρκή ρευστότητα και επαρκή αριθμό μετοχών που είναι διαθέσιμες στο κοινό.
Τα «πάνω κάτω» του bitcoin
Το bitcoin ανέκαμψε σημαντικά από τη στιγμή που ο Aμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις αμερικανικές εκλογές πέρυσι το Νοέμβριο και επέλεξε για τις θέσεις «κλειδιά» βασικά πρόσωπα για να προχωρήσει με ένα πλαίσιο φιλικό προς τα κρυπτονομίσματα, τηρώντας την προεκλογική του υπόσχεση.
Μία από αυτές τις κινήσεις είναι ο διορισμός του υποστηρικτή των κρυπτονομισμάτων Πολ Άτκινς στο τιμόνι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC), μετά την παραίτηση του Γκάρι Γκένσλερ στις 20 Ιανουαρίου.
Στα τέλη Φεβρουαρίου, η Coinbase ανακοίνωσε ότι η SEC συμφώνησε να αποσύρει τα μέτρα κατά της εταιρείας. Υπό τον Γκένσλερ, η Επιτροπή είχε κατηγορήσει την Coinbase ότι λειτουργούσε ως μη εγγεγραμμένο χρηματιστήριο και οργανισμός εκκαθάρισης.
Ωστόσο, τόσο το bitcoin όσο και η υπόλοιπη αγορά κρυπτονομισμάτων υποχώρησε στα προεκλογικά επίπεδα τον Απρίλιο, καθώς η ανακοίνωση των ανταποδοτικών δασμών Τραμπ ταρακούνησε τις αμερικανικές χρηματοοικονομικές αγορές.
Επιπλέον, η νομοθεσία για τις κομβικές αλλαγές που χρειάζεται η αγορά κρυπτονομισμάτων έχει μέχρι στιγμής καθυστερήσει, γεγονός που εν μέρει οφείλεται σε ανησυχίες σχετικά με τις προσωπικές προσπάθειες του Τραμπ να επωφεληθεί από τα κρυπτονομίσματα μέσω ενός meme coin και άλλων οικογενειακών πρωτοβουλιών.
Μερίδιο 66% στην αγορά
Με τη φιλοδοξία της κυβέρνησης Τραμπ να καταστήσει την Αμερική πρωτεύουσα των κρυπτονομισμάτων του πλανήτη, η Coinbase παραμένει η κυρίαρχη πλατφόρμα με 66% μερίδιο αγοράς στις ΗΠΑ.
Η εταιρεία και ο διευθύνων σύμβουλος Μπράιαν Άρμστρονγκ ήταν βασικοί οικονομικοί υποστηρικτές του Τραμπ στην προεκλογική εκστρατεία του, προωθώντας υποψηφίους υπέρ των κρυπτονομισμάτων σε όλους τους τομείς. Η Coinbase ήταν ένας από τους κορυφαίους εταιρικούς δωρητές, προσφέροντας περισσότερα από 75 εκατομμύρια δολάρια, ενώ ο Άρμστρονγκ συνεισέφερε προσωπικά περισσότερα από 1,3 εκατομμύρια δολάρια.