Ισχυρές πιέσεις δέχθηκε σήμερα το Χρηματιστήριο Αθηνών, καθώς η κερδοφορία που παρουσίασαν οι τράπεζες για το πρώτο εξάμηνο δεν φαίνεται να πείθουν τους επενδυτές, όπως εξηγούν στο insider.gr στελέχη της χρηματιστηριακής αγοράς.
Ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε απώλειες 2,19% στις 710,24 μονάδες, με τον συναλλακτικό όγκο να διαμορφώνεται στα 52 εκατ. ευρώ.
«Οι τράπεζες απέτυχαν να πείσουν την αγορά ότι μπορούν να βγάλουν λεφτά», σχολιάζει ο Μάνος Χατζηδάκης, υπεύθυνος ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή, αναφερόμενος στα αποτελέσματα που ανακοίνωσαν την Πέμπτη και την Παρασκευή οι τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Τα σημαντικά έκτακτα έξοδα που εξακολουθούν να καταγράφουν μετά τρία έτη αναδιάρθρωσης δεν επιτρέπουν στους επενδυτές να πειστούν για την ελκυστικότητα της επένδυσης σε ελληνικές τράπεζες, εξηγεί ο ίδιος. Η εφαρμογή των νέων προτύπων IFRS 8 από την αρχή του έτους δεν φαίνεται να συμβάλλει στην αποτροπή των εν λόγω έκτακτων εξόδων, προσθέτει ο κ. Χατζηδάκης.
Σύμφωνα με τον κ. Δημήτριο Τζάνα, διευθυντή Επενδύσεων της Κύκλος Χρηματιστηριακή, οι τραπεζικοί ισολογισμοί του α΄εξαμήνου πείθουν για την κεφαλαιακή επάρκεια και την μεθοδική προσπάθεια μείωσης των κόκκινων δανείων. «Όμως, η υστέρηση που σημειώνεται στο βασικό τραπεζικό μέγεθος, των καθαρών τόκων, προβληματίζει», σημειώνει ο ίδιος, για να προσθέσει ότι «η έλευση των δανειστών και ειδικά των εκπροσώπων του SSM μετά τα εγκαίνια της ΔΕΘ, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με την διαμόρφωση του σχεδιασμού απομείωσης των NPLs τα επόμενα έτη, οπότε θα εκτιμηθεί και το ενδεχόμενο για πιθανές νέες κεφαλαιακές ανάγκες στο προσεχές μέλλον».
Η κίνηση του Γενικού Δείκτη προς την περιοχή των 700 μονάδων είναι το πιθανότερο σενάριο, εκτιμά ο κ. Τζάνας. Αν δε δεν προκύψουν οι κατάλληλοι καταλύτες στις επόμενες ημέρες και οι εξαγγελίες από τη ΔΕΘ δεν περιέχουν στοιχεία που να βελτιώνουν το αναπτυξιακό αφήγημα, η διάσπαση του κομβικού ορίου των 700 μονάδων δύσκολα θα αποφευχθεί, σημειώνει.
Σε ρυθμούς «αναδυόμενων αγορών» το ελληνικό ομόλογο
Ανοδικά κινείται την Τρίτη η απόδοση του 10ετούς ομολόγου, καταγράφοντας άνοδο 1,50% στο 4,52% -την ώρα, μάλιστα, που οι αποδόσεις του ιταλικού ομολόγου υποχωρούν κατά 4%. Σύμφωνα με τον κ. Τζάνα, «οι αυξημένες ρευστοποιήσεις τραπεζικών τίτλων αλλά και άλλων τίτλων με το σκεπτικό του αυξημένου country risk, όπως υποδηλώνουν τα αυξημένα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, είναι εξηγήσιμες».
Η εικόνα αυτή προκαλεί προβληματισμό στην αγορά, καθώς η άνοδος στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εν πολλοίς έχει αποδοθεί στην κλιμάκωση της αβεβαιότητας στην περιοχή και, κυρίως, στην Ιταλία λόγω των σεναρίων σύγκρουσης της κυβέρνησης των λαϊκιστών με τις Βρυξέλλες.
Όπως σημειώνει ο κ. Χατζηδάκης, η κλιμάκωση στις αποδόσεις του 10ετούς οφείλεται κυρίως στα γενικότερα χαρακτηριστικά αναδυόμενης αγοράς που έχει η Ελλάδα. Κάνει λόγο δε για «αναδυόμενη αγορά σε… ώριμο στάδιο», αφού ναι μεν έχει σταθερό νόμισμα και παρουσιάζει υψηλούς δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά αποθαρρύνει τους επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα λόγω των «ειδικών διαρθρωτικών ρίσκων» που παρουσιάζει η ελληνική αγορά.
Επιπλέον παράγοντας αβεβαιότητας είναι το σκάνδαλο της Folli – Follie, «η οποία έχει αυξήσει το βαθμό ευαισθησίας σε γεγονότα που αφορούν ή θα μπορούσαν να αφορούν τις εισηγμένες», σύμφωνα με τον κ. Χατζηδάκη.