Στην πτωτική τάση που καταγράφει το πετρέλαιο παρά τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές αναταραχές, το οποίο μάλιστα αναμένεται να υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών το 2026, την ώρα που η παγκόσμια προσφορά προβλέπεται να αυξηθεί, αναφέρεται το Δελτίο για την Παγκόσμια Οικονομία της Alpha Bank.
Πιο αναλυτικά, από τις αρχές του 2025 μέχρι σήμερα, η τιμή του αργού πετρελαίου (Brent) ακολουθεί πτωτική τάση και έχει μειωθεί σχεδόν κατά 20%. Σημειώθηκαν μόνο λιγοστές βραχυπρόθεσμες αυξήσεις, ως αντίδραση σε γεωπολιτικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα στα μέσα Ιουνίου λόγω του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Ιράν και στα τέλη Οκτωβρίου, μετά την ανακοίνωση των νέων αμερικανικών κυρώσεων σε ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (Commodity Markets Outlook, October 2025), οι τιμές του πετρελαίου κατέγραψαν την τέταρτη συνεχόμενη χρονιά πτώσης και εκτιμάται ότι το 2026 θα υποχωρήσουν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών. Ειδικότερα, η τιμή του πετρελαίου Brent προβλέπεται να κυμανθεί, κατά μέσο όρο, στα 68 $/βαρέλι το 2025 που είναι σημαντική υποχώρηση από τα 81$/βαρέλι το 2024, να μειωθεί περαιτέρω στα 60 $/βαρέλι το 2026 και στη συνέχεια να αυξηθεί περίπου στα 65 $/βαρέλι (Γράφημα 1α). Η ισχυρή παγκόσμια προσφορά και η υποτονική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης συνέβαλαν στη δημιουργία πλεονάσματος και συνεπώς στην πτώση των τιμών του μαύρου χρυσού, παρά τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές αναταραχές (IMF, World Economic Outlook, October 2025). Πιο συγκεκριμένα:
Η ισχυρή αύξηση της προσφοράς τόσο από τον Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ), όσο και από χώρες εκτός ΟΠΕΚ (ιδίως από τις εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ), συνέβαλε στη μείωση των τιμών του πετρελαίου. Το πλεόνασμα πετρελαίου παγκοσμίως εκτιμάται σε 2,7 εκατ. βαρέλια την ημέρα το τρίτο τρίμηνο του 2025, εν μέρει λόγω των αυξημένων στόχων παραγωγής του ΟΠΕΚ (Oil market glut: surging output and sluggish demand pressure prices, World Bank, November 2025).

Το 2025 και το 2026, η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου προβλέπεται να αυξηθεί, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (Γράφημα 1β). Εκτιμάται, μάλιστα, ότι η πλεονάζουσα προσφορά (συνολική προσφορά μείον συνολική ζήτηση) του 2026 θα αυξηθεί περίπου κατά 65% πάνω από το ιστορικό υψηλό επίπεδο του 2020 (Γράφημα 2α). Η αύξηση της προσφοράς αναμένεται να επιταχυνθεί στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, στη Λατινική Αμερική και τις χώρες της Καραϊβικής, ενώ εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί ήπια στις προηγμένες οικονομίες. Σχεδόν το ήμισυ της αύξησης του 2025 υπολογίζεται να προέλθει από τον ΟΠΕΚ, αντανακλώντας τους υψηλότερους στόχους παραγωγής.
Από την άλλη πλευρά, φέτος, η παγκόσμια οικονομία επηρεάστηκε από την αύξηση των αμερικανικών δασμών που διατάραξε σημαντικά τις εμπορικές ροές και οδήγησε σε επιβράδυνση της αύξησης της ζήτησης πετρελαίου, ιδίως από μεγάλους καταναλωτές ενέργειας, όπως η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, η ευρεία χρήση των ηλεκτρικών οχημάτων, οι βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση και ο περιορισμός της χρήσης πετρελαίου στα ενεργειακά συστήματα μείωσαν διαρθρωτικά τη ζήτηση πετρελαίου (Energy Market Outlook 2026, ABN AMRO, November 2025). Η Παγκόσμια Τράπεζα (Commodity Markets Outlook, October 2025) εκτιμά ότι η ζήτηση πετρελαίου αυξήθηκε μόνο κατά 0,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα (0,7% σε ετήσια βάση) το τρίτο τρίμηνο του 2025, αντανακλώντας υποτονικότερη ζήτηση σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Ειδικά, όσον αφορά την Κίνα που είναι από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας παγκοσμίως, τα τελευταία δύο χρόνια, η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου ήταν σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της περιόδου 2015-19, επηρεάζοντας πτωτικά τις τιμές του, ενώ η αύξηση στον υπόλοιπο κόσμο παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερή (Γράφημα 2β). Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχισθεί και το 2026, δηλαδή η κατανάλωση πετρελαίου στις προηγμένες οικονομίες προβλέπεται να παραμείνει σχετικά σταθερή, ενώ η αύξηση στην Κίνα θα είναι πιθανώς μέτρια, λόγω και της επιταχυνόμενης υιοθέτησης ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων.
H αγορά πετρελαίου παραμένει ευάλωτη σε περίπτωση επιδείνωσης των γεωπολιτικών συνθηκών. Οι επιθέσεις κατά των ενεργειακών υποδομών στην Ρωσία και την Ουκρανία, σε συνδυασμό με τις νέες κυρώσεις της Δύσης κατά των μεγάλων ρωσικών παραγωγών πετρελαίου, έχουν αυξήσει την αβεβαιότητα σχετικά με τη ρωσική προσφορά πετρελαίου, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 9% της παγκόσμιας προσφοράς. Συγκεκριμένα, οι επιθέσεις κατά των ρωσικών υποδομών έχουν μειώσει την ικανότητα διύλισης πετρελαίου της χώρας κατά περίπου 500.000 βαρέλια την ημέρα, προκαλώντας εγχώρια έλλειψη καυσίμων και πτώση των εξαγωγών πετρελαίου (Energy Market Outlook 2026, ABN AMRO, November 2025).

Επιπλέον, οι πρόσφατες κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών (Rosneft και Lukoil), θα μπορούσαν να διαταράξουν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού πετρελαίου, οδηγώντας σε αύξηση των τιμών του πάνω από τις σημερινές προβλέψεις. Ο αντίκτυπος των κυρώσεων θα εξαρτηθεί από τον βαθμό στον οποίο οι βασικοί αγοραστές (Ινδία και Κίνα) είναι διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν την παραβίαση των κυρώσεων και ειδικά των δευτερευόντων μέτρων που ισχύουν για όσους συνεργάζονται με τις υπό κυρώσεις εταιρείες, αλλά και από τον βαθμό στον οποίο αυτές οι εταιρείες μπορούν να βρουν εναλλακτικούς αγοραστές (Commodity Markets Outlook, October 2025). Μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι η Ρωσία έχει καταφέρει να παρακάμψει τις προηγούμενες κυρώσεις, με το αργό πετρέλαιό της να συνεχίζει να φθάνει στις παγκόσμιες αγορές μέσω σκιωδών στόλων. Ωστόσο, εάν οι νέες κυρώσεις αποδειχθούν πιο αποτελεσματικές, ενδεχομένως να μειωθεί το μέγεθος της πλεονάζουσας προσφοράς πετρελαίου που εκτιμάται για το 2026, οδηγώντας σε ανοδικές πιέσεις στην τιμή του Brent.