Ο διεθνής ανταγωνισμός στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης συνεπάγεται έναν εξίσου σκληρό ανταγωνισμό για την εξασφάλιση των τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας που απαιτεί ο κλάδος.
Έπειτα από δεκαετίες υποεπένδυσης, η πυρηνική ενέργεια επανέρχεται στο προσκήνιο ως μια λύση ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής, αναφέρει σε ανάλυσή του το Goldman Sachs Global Institute και τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι αυτή τη φορά η πυρηνική ενέργεια δεν περιορίζεται στη σχάση, που κυριάρχησε τις περασμένες δεκαετίες, αλλά περιλαμβάνει και τη σύντηξη, μια τεχνολογία που υπόσχεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο παραγωγής ενέργειας.
«Οι καινοτομίες στη σχάση, όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs), δείχνουν τον δρόμο για την αναβίωση της παραδοσιακής πυρηνικής ισχύος. Παράλληλα, η πρόοδος στη σύντηξη μπορεί να ανατρέψει τις ισορροπίες στις αγορές ενέργειας» αναφέρουν οι αναλυτές της GS, υπογραμμίζοντας ότι οι εμπορικές προοπτικές είναι ευρύτατες.
Ταυτόχρονα, επισημαίνουν ότι οι χώρες που θα κυριαρχήσουν σε αυτές τις προηγμένες τεχνολογίες θα αποκτήσουν ενεργειακή ασφάλεια, θα οικοδομήσουν εμπορικές σχέσεις δεκαετιών, θα αποκτήσουν ήπια ισχύ και τη δυνατότητα να διαμορφώνουν διεθνείς κανόνες.
Η επίδραση της τεχνητής νοημοσύνης
Πριν ακόμη από την έλευση της τεχνητής νοημοσύνης και την κυκλοφορία του ChatGPT το 2022, η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αναμενόταν να αυξηθεί σημαντικά λόγω της πληθυσμιακής μεγέθυνσης, της οικονομικής ανάπτυξης και της αστικοποίησης των αναδυόμενων οικονομιών, καθώς και της ηλεκτροκίνησης στον τομέα των μεταφορών.
Η τεχνητή νοημοσύνη όμως πολλαπλασίασε τις ανάγκες. Οι σημερινές εκτιμήσεις δείχνουν ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας σχεδόν θα διπλασιαστεί μέχρι το 2050.
Η κατανάλωση ενέργειας από κέντρα δεδομένων αναμένεται να αυξηθεί έως και 165% έως το 2030, φθάνοντας τα 137 GW. Από αυτά, περίπου το 60% θα πρέπει να καλυφθεί με νέες μονάδες παραγωγής, σύμφωνα με τους αναλυτές της Goldman Sachs Research. Οι οποίοι εξηγούν πως, «παρότι οι μεγάλες εταιρείες στρέφονται προσωρινά στο φυσικό αέριο λόγω έτοιμων υποδομών, η ανάγκη για αξιόπιστη και σταθερή ισχύ ανοίγει τον δρόμο σε πιο βιώσιμες λύσεις», ενώ ταυτόχρονα οι δεσμεύσεις πολλών εταιρειών τεχνολογίας για μηδενικές εκπομπές καθιστούν την πυρηνική ενέργεια ελκυστική επιλογή έναντι πηγών όπως ο άνεμος και ο ήλιος, διότι επιτρέπει να αποφεύγονται τα προβλήματα διακοπτόμενης λειτουργίας που αντιμετωπίζουν τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά.

Μετά από χρόνια στασιμότητας, οι παγκόσμιες επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 14% την περίοδο 2020-2024. Στη Διάσκεψη COP28, 25 χώρες δεσμεύτηκαν να τριπλασιάσουν τη δυναμικότητά τους σε πυρηνική ενέργεια μέχρι το 2050, ενώ σήμερα ο αριθμός αυτός έχει ανέλθει στις 31, με τη συμμετοχή και στήριξη μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και τεχνολογικών κολοσσών όπως η Amazon, η Google και η Meta.
Οι ίδιες εταιρείες υπήρξαν βασικοί μοχλοί νέων επενδύσεων: η Microsoft υπέγραψε συμφωνία αγοράς 835 MW από τον πυρηνικό σταθμό Three Mile Island, η Meta σύμβαση 20ετούς διάρκειας με το Clinton Plant στο Ιλινόις, ενώ η Amazon συμφώνησε για σχεδόν 2 GW από την Talen Energy στην Πενσιλβάνια για την τροφοδοσία των κέντρων δεδομένων της. Η μεγάλη κλίμακα δυναμικότητας των πυρηνικών σταθμών (συνήθως 1 GW ή και περισσότερο) τους καθιστά ιδανικούς για τις ανάγκες των AI data centers.
Παράλληλα, οι εταιρείες αυτές στηρίζουν την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, όπως οι SMRs και η σύντηξη, που έως πρόσφατα θεωρούνταν πολύ μακρινές για εμπορική αξιοποίηση. Σήμερα όμως συγκεντρώνουν ισχυρή δημόσια και ιδιωτική στήριξη.
Διεθνής ανταγωνισμός
Οι ΗΠΑ παραμένουν ο μεγαλύτερος παραγωγός πυρηνικής ενέργειας παγκοσμίως. Ωστόσο, τα ατυχήματα του Τσερνόμπιλ και της Φουκουσίμα επηρέασαν τον κλάδο, οδήγησαν σε υποεπένδυση και σταδιακή γήρανση των αντιδραστήρων και, σήμερα, η μέση ηλικία τους στις ανεπτυγμένες χώρες είναι 36 έτη, ενώ στις ΗΠΑ οι περισσότερες άδειες λειτουργίας λήγουν τη δεκαετία του 2030.
Αντίθετα, Κίνα και Ρωσία εκμεταλλεύτηκαν αυτό το κενό νέων επενδύσεων. Σχεδόν όλα τα νέα έργα πυρηνικής ενέργειας από το 2017 έως το 2024 φέρουν την υπογραφή τους, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο σχεδόν οι μισοί αντιδραστήρες υπό κατασκευή βρίσκονται στην Κίνα. Η Κίνα μάλιστα στοχεύει να ξεπεράσει τις ΗΠΑ έως το 2030 και να φτάσει τα 200 GW (έναντι 177 GW των ΗΠΑ) μέχρι το 2040.

Η Ρωσία, μέσω της κρατικής Rosatom, δίνει έμφαση στις διεθνείς αγορές. Με χαρτοφυλάκιο παραγγελιών άνω των 200 δισ. δολαρίων και έσοδα 18 δισ. το 2024, κατασκευάζει ή λειτουργεί αντιδραστήρες σε πολλές χώρες, προσφέροντας ολοκληρωμένο πακέτο τεχνολογίας, καυσίμων, λειτουργίας και χρηματοδότησης. Το έργο-ορόσημο είναι το Ακουγιού στην Τουρκία, αξίας 20 δισ., το οποίο χτίστηκε από τη Rosatom, η οποία θα το διαχειρίζεται για δεκαετίες.
Γεωπολιτικές επιπτώσεις
Η υιοθέτηση της πυρηνικής ενέργειας, είτε μέσω σχάσης, μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMRs), είτε σύντηξης, θα έχει σημαντικές γεωπολιτικές και εμπορικές συνέπειες, όπως τονίζει η Goldman Sachs Research.
«Οι αλλαγές ενδέχεται να έρθουν αιφνίδια με την εμπορική αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, γεγονός που καθιστά αναγκαία την ύπαρξη πλαισίων για την κλιμάκωση της παραγωγής πυρηνικής ισχύος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο» αναφέρει ο οίκος.
Εξηγεί επίσης ότι, για τις παραδοσιακά πλούσιες σε υδρογονάνθρακες χώρες, όπως οι εξαγωγείς πετρελαίου και φυσικού αερίου του Κόλπου, η πυρηνική ενέργεια αναδεικνύει τη σημασία της οικονομικής διαφοροποίησης. Η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο αποτέλεσε εργαλείο γεωπολιτικής πίεσης, όμως η πυρηνική ενέργεια, που δεν περιορίζεται από γεωγραφία, μειώνει τέτοιου είδους πλεονεκτήματα.
Για τις εισαγωγικές χώρες, η πυρηνική ενέργεια προσφέρει αυτάρκεια, σταθερότητα τιμών και προστασία από διαταραχές στην προμήθεια, ενώ παράλληλα διευκολύνει την επίτευξη των στόχων μηδενικών εκπομπών. Γι’ αυτό, χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία, που είχαν βάλει «φρένο» στις επενδύσεις σε πυρηνική ενέργεια τις προηγούμενες δεκαετίες, τώρα επενδύουν εκ νέου.
Η διατήρηση στρατηγικών αποθεμάτων πυρηνικών καυσίμων, η κατάρτιση του απαραίτητου ανθρώπινου δυναμικού και η διεθνής συνεργασία πάνω σε πρότυπα ασφαλείας, είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν ποιες χώρες θα ηγηθούν και ποιες θα μείνουν πίσω σε αυτή τη μετάβαση προς την πυρηνική ενέργεια, σχολιάζει η GS. Για την επιτυχία αυτής της μετάβασης, όπως τονίζει, θα χρειαστούν και τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να στηρίξουν έναν ισχυρό και βιώσιμο πυρηνικό κλάδο.