Η πιθανή εξαγορά του Χρηματιστηρίου της Αθήνας από τη Euronext, σε περίπτωση που οι προκαταρκτικές συζητήσεις καταλήξουν σε επίσημη υποβολή πρότασης και η πρόταση γίνει αποδεκτή, ώστε να περάσει στη συνέχεια από την κρίση των αρμόδιων εποπτικών αρχών, μπορεί να σηματοδοτήσει μια σημαντική καμπή για την ελληνική κεφαλαιαγορά και κατ’ επέκταση για την ελληνική οικονομία. Ανοίγει τον δρόμο για νέες ευκαιρίες, αλλά φέρνει και προκλήσεις.
- ΥΠΕΘΟ: «Έμπρακτη ψήφος εμπιστοσύνης» η πρόταση της Euronext
- EXAE: Αξιολογούμε την πρόταση της Euronext από στρατηγική και οικονομική σκοπιά
Η ένταξη της ελληνικής αγοράς στο δίκτυο της Euronext, η οποία διαχειρίζεται τις κεφαλαιαγορές χωρών όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία και άλλες, θα προσφέρει στις ελληνικές εισηγμένες μεγαλύτερη ορατότητα, αλλά και πρόσβαση σε μια τεράστια και διαφοροποιημένη επενδυτική βάση. Κι αυτό, διότι μέσα στο δίκτυο της Euronext οι διασυνοριακές συναλλαγές (cross-border), δηλαδή οι συναλλαγές που γίνονται μεταξύ επενδυτών και εταιρειών σε διαφορετικές χώρες-μέλη του ομίλου, λειτουργούν με έναν τρόπο που επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση στις επιμέρους εθνικές αγορές, χωρίς να χρειάζεται ο επενδυτής να ανοίξει ξεχωριστό λογαριασμό ή να περάσει από περίπλοκες διαδικασίες σε κάθε χώρα.
Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στην ενιαία τεχνολογική πλατφόρμα που χρησιμοποιεί η Euronext για τη διαπραγμάτευση, την εκκαθάριση και τον διακανονισμό. Με άλλα λόγια, τα συστήματα των επιμέρους εθνικών αγορών είναι συνδεδεμένα και «μιλούν» μεταξύ τους, ώστε οι επενδυτές να μπορούν να αγοράζουν και να πωλούν μετοχές σε διαφορετικές χώρες μέσω μίας ενιαίας υποδομής.
Μάλιστα, αν και είναι εύλογος ο προβληματισμός για το αν οι μικρές ελληνικές εισηγμένες κινδυνεύουν να «χαθούν» μέσα σε ένα τέτοιο πανευρωπαϊκό πλαίσιο, η εμπειρία από άλλες αγορές της Euronext δείχνει ότι υπάρχει μέριμνα για την προβολή τοπικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μέσω ειδικών πλατφορμών, όπως το Euronext Growth. Με τη σωστή υποστήριξη, αυτές οι εισηγμένες θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν την προσβασιμότητά τους στην αγορά, αλλά και τη διακυβέρνηση και τη διαφάνειά τους.
Εξάλλου, η ίδια η Euronext έχει συμφέρον να ενισχύει τη ρευστότητα σε όλες τις αγορές της, ακόμη και στις μικρότερες, καθώς αυτό αυξάνει τη συνολική ελκυστικότητα του ομίλου, διευρύνει τα έσοδά του, ενισχύει την αξία των υπηρεσιών που προσφέρει σε εκδότες και επενδυτές και βελτιώνει τη θέση του έναντι του ανταγωνισμού (π.χ. Deutsche Boerse, LSE).
Τεχνολογία αιχμής και ενιαίες υποδομές
Η τεχνολογία παίζει κεντρικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα μιας κεφαλαιαγοράς. Η Euronext έχει επενδύσει σημαντικά σε εξελιγμένα συστήματα διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού, που επιτρέπουν γρήγορες και ασφαλείς συναλλαγές με μειωμένα κόστη.
Το ενιαίο σύστημα διαπραγμάτευσης Optiq, που λειτουργεί σε όλες τις αγορές της Euronext, επιτρέπει γρήγορες και αξιόπιστες συναλλαγές, όπως και η πλατφόρμα εκκαθάρισης Euronext Clearing. Ταυτόχρονα, η Euronext προσφέρει υπηρεσίες κεντρικού αποθετηρίου τίτλων με τρόπο που απλοποιεί και επιταχύνει τη διαδικασία διακανονισμού, με οφέλη τόσο στους επενδυτές όσο και για τους εκδότες.
Για την ελληνική αγορά, η υιοθέτηση αυτών των υποδομών σημαίνει αναβάθμιση του τεχνολογικού επιπέδου, ταχύτερες συναλλαγές, και αυξημένη διαφάνεια, στοιχεία που ενισχύουν την εμπιστοσύνη του επενδυτικού κοινού.
Οφέλη για επενδυτές και χρηματιστηριακές
Για τους Έλληνες επενδυτές, η ένταξη του ΧΑ στο δίκτυο της Euronext σημαίνει πρόσβαση σε ένα ευρύτερο φάσμα προϊόντων, μέσω ενός ενιαίου και αποτελεσματικού οικοσυστήματος. Αυτό διευκολύνει τη διαφοροποίηση χαρτοφυλακίου και βελτιώνει τη ρευστότητα.
Για τις χρηματιστηριακές εταιρείες, τις τράπεζες και τους διαχειριστές κεφαλαίων, η ένταξη σε ένα μεγαλύτερο οικοσύστημα σημαίνει νέα εργαλεία, μεγαλύτερες αγορές-στόχους και δυνατότητες συνεργασιών πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Μια τέτοια εξέλιξη θα τους δώσει μάλιστα τη δυνατότητα να προσφέρουν πιο σύνθετες και σύγχρονες λύσεις στους πελάτες τους, κάτι που ενισχύει συνολικά την ανάπτυξη του κλάδου.
Διεθνής αξιοπιστία
Σε μια εποχή γεωπολιτικών αναταράξεων, η ένταξη σε ένα ισχυρό ευρωπαϊκό δίκτυο αγορών ενισχύει και την εικόνα της χώρας ως σταθερού και αξιόπιστου προορισμού κεφαλαίων. Η συμμετοχή στην Euronext λειτουργεί ως «σφραγίδα ποιότητας», εναρμονίζοντας τη λειτουργία του ΧΑ με τα υψηλότερα ευρωπαϊκά πρότυπα διακυβέρνησης και κανονιστικής συμμόρφωσης. Αυτό όχι μόνο προσελκύει κεφάλαια, αλλά διευκολύνει και τη συνεργασία με ευρωπαϊκούς θεσμούς και επενδυτές.
Οι προκλήσεις
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι διεθνείς επενδυτές έχουν υψηλές απαιτήσεις σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης και διαφάνειας. Κάποιες εισηγμένες θα χρειαστεί να αναβαθμίσουν σημαντικά τις εσωτερικές τους διαδικασίες, κάτι που μπορεί να σημαίνει αυξημένο διοικητικό κόστος και ανάγκη για εξειδικευμένους συμβούλους.
Επίσης, η είσοδος με αυτό τον τρόπο σε μια πανευρωπαϊκή αγορά σημαίνει πως οι ελληνικές εταιρείες θα ανταγωνίζονται πιο άμεσα μεγάλες ευρωπαϊκές εισηγμένες. Αυτό απαιτεί υψηλότερα επίπεδα επαγγελματισμού, στρατηγικό σχεδιασμό και, σε κάποιες περιπτώσεις, αλλαγή στην εταιρική κουλτούρα.
Στο μεταξύ, η προσαρμογή στα νέα τεχνολογικά και κανονιστικά πρότυπα της Euronext είναι πιθανό να απαιτήσει από τις χρηματιστηριακές εταιρείες επενδύσεις σε υποδομές και εκπαίδευση προσωπικού. Για τις μικρότερες εταιρείες του κλάδου, αυτό μπορεί να είναι επιβαρυντικό, ενώ είναι πιθανό να να δουν τη θέση τους να πιέζεται από μεγαλύτερους παίκτες.