Η κυβέρνηση Τραμπ και τα αραβικά κράτη θεωρούν ότι το Ιράν αποτελεί πλέον αποδυναμωμένη περιφερειακή απειλή, ως συνέπεια του πολέμου στη Γάζα και υποστηρίζουν μία διπλωματική λύση για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Το Ισραήλ, από την άλλη, βλέπει τη σημερινή αδυναμία της Τεχεράνης ως ευκαιρία για να επιδιώξει αλλαγή καθεστώτος.
Οι αναλυτές της Unicredit εκτιμούν ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει υπερβολική αβεβαιότητα για να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις ως προς την εξέλιξη της κρίσης. Ωστόσο, το βασικό τους σενάριο θεωρεί ότι η τρέχουσα στρατιωτική ένταση θα είναι σύντομη, με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, των αραβικών χωρών και της ευρύτερης διεθνούς κοινότητας να υπερισχύουν. Όπως εξηγούν, η Τεχεράνη βρίσκεται σε αδύναμη στρατιωτική θέση και δεν είναι σε θέση να αντέξει έναν παρατεταμένο πόλεμο με το Ισραήλ (και κυρίως με τις ΗΠΑ, εάν αυτές εμπλακούν). Η ιρανική ηγεσία γνωρίζει καλά ότι ο απώτερος στόχος του Ισραήλ είναι η αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν. Ως εκ τούτου, είναι πιθανό οι συγκρούσεις μεταξύ Ισραήλ και Ιράν να διαρκέσουν μερικές ημέρες ή εβδομάδες, με στοχευμένα πλήγματα που δεν θα εξελιχθούν σε πλήρους κλίμακας πόλεμο, όπως δηλαδή συνέβη τον περασμένο Οκτώβριο.
Παρότι το Ισραήλ ίσως μπει στον πειρασμό να επιδιώξει περαιτέρω αποδυνάμωση του Ιράν, ούτε οι ΗΠΑ ούτε τα αραβικά κράτη υποστηρίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η διεθνής κοινότητα ασκεί πιέσεις στο Ισραήλ να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, κάτι που ενδέχεται να το αναγκάσει να σταματήσει προτού επιτύχει τους επιθυμητούς του στόχους.
Για τον Τραμπ, υπάρχουν επίσης σημαντικοί εσωτερικοί πολιτικοί υπολογισμοί. Σε μια περίοδο πτώσης της δημοτικότητάς του, η άνοδος των τιμών των καυσίμων θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τη δημόσια εικόνα του.
Σε αυτό το σενάριο, το Ισραήλ θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πέτυχε μια νίκη, έχοντας αποδυναμώσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ενώ η ηγεσία της Τεχεράνης πιθανότατα θα διατηρούσε τον έλεγχο της εξουσίας.
Στο αρνητικό σενάριο, η ένταση θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο είτε επειδή το Ισραήλ θα επιδιώξει επίμονα την ανατροπή του καθεστώτος στο Ιράν είτε επειδή το ιρανικό καθεστώς θεωρεί ότι δεν έχει άλλη επιλογή για την επιβίωσή του. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το Ιράν ίσως αποφασίσει να προκαλέσει οικονομικό πλήγμα στις ΗΠΑ (και στους συμμάχους τους), στοχεύοντας πετρελαϊκές εγκαταστάσεις σε άλλες χώρες (όπως η Σαουδική Αραβία), διαταράσσοντας τις θαλάσσιες μεταφορές στην Ερυθρά Θάλασσα ή ακόμη και αποκλείοντας, έστω και προσωρινά, τα Στενά του Ορμούζ.
Πετρέλαιο
Στο βασικό σενάριο, η Unicredit εκτιμά ότι οι τιμές του Brent θα παραμείνουν εντός του εύρους των 75-80 δολαρίων για όσο διαρκεί η ένταση, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για τιμές στα 65 δολάρια, προτού υποχωρήσουν κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι. Κι αυτό, διότι τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς εξακολουθούν να δείχνουν υπερπροσφορά.
Στο «σενάριο κινδύνου», οι τιμές του Brent θα εκτοξευθούν προς και πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, δημιουργώντας συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Το πόσο υψηλότερα θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια και την έκταση της ζημιάς στην παγκόσμια προσφορά πετρελαίου. Στο χειρότερο σενάριο, ειδικά σε περίπτωση παρατεταμένου αποκλεισμού των Στενών του Ορμούζ, οι τιμές του Brent θα κατευθυνθούν στα επίπεδα των 130 δολαρίων.
Μάκρο και αγορές
Όπως σχολιάζει η Unicredit, αν η τρέχουσα αντιπαράθεση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν αποδειχθεί πράγματι βραχύβια, χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην αγορά πετρελαίου, τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ θα παραμείνουν σε τροχιά νέας μείωσης επιτοκίων εντός του έτους.
Οι τιμές των μετοχών παρουσίασαν μέχρι στιγμής μια κλασική αντίδραση αποφυγής ρίσκου, ενώ οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων παρέμειναν γενικά ανθεκτικές. Κάποια προσωρινή μεταβλητότητα είναι αναμενόμενη, αλλά σε γενικές γραμμές τα χρηματιστήρια θα παραμείνουν ανθεκτικά και οι αποδόσεις των ομολόγων σταθερές. Η Unicredit θεωρεί επίσης απίθανο να επηρεαστεί ουσιαστικά το δολάριο.
Στο εναλλακτικό, δυσμενές σενάριο, τα πράγματα περιπλέκονται σημαντικά. «Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβλεφθεί πώς θα εξελιχθεί η σύγκρουση και πόσο θα διαρκέσει. Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου, λόγω περιορισμένης παγκόσμιας προσφοράς και αυξημένης αβεβαιότητας, θα επηρεάσει αρνητικά τη ζήτηση. Ο κίνδυνος είναι να προκύψει στασιμοπληθωρισμός» αναφέρουν οι αναλυτές της Unicredit και εκτιμούν ότι Fed και ΕΚΤ θα παρακολουθούν στενά τυχόν αποσταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών, γεγονός που θα μπορούσε να τις αναγκάσει είτε να διατηρήσουν αμετάβλητα τα επιτόκια είτε ακόμη και να προχωρήσουν σε αυξήσεις.