Η αγορά συναλλάγματος το νέο μέτωπο στον εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ;

Δημήτρης Ζάντζας
Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Η αγορά συναλλάγματος το νέο μέτωπο στον εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ;
Το αμερικανικό ΥΠΟΙΚ δεν προαναγγέλλει μόνο την ενίσχυση της εποπτείας στις αγορές συναλλάγματος, αλλά περιγράφει και μια στρατηγική μετατόπιση από την τεχνική παρακολούθηση της αγοράς στην πολιτική παρέμβαση. Προειδοποιεί για αντίμετρα εναντίον εταίρων των ΗΠΑ που ακολουθούν «αθέμιτες» πολιτικές.

Και ενώ η αναταραχή από τις πολιτικές των ΗΠΑ στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου καλά κρατεί, ένα νέο «πολεμικό» μέτωπο φαίνεται να ανοίγει στην αγορά συναλλάγματος.

Η έκθεση του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών προς το Κογκρέσο για τις συναλλαγματικές πρακτικές των βασικών εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ, διευρύνει τη λίστα των χωρών που βρίσκονται σε «επιτήρηση», εντάσσοντας σε αυτή την Ελβετία και την Ιρλανδία (περιλαμβάνονταν ήδη οι Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Βιετνάμ και Γερμανία).

Ταυτόχρονα όμως, συνοδεύεται και από μια πιο επιθετική φρασεολογία που συνδέει ευθέως τις συναλλαγματικές πολιτικές με το εμπορικό ισοζύγιο και τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ.

Επί της ουσίας, το αμερικανικό ΥΠΟΙΚ δεν προαναγγέλλει μόνο την ενίσχυση της εποπτείας στις αγορές συναλλάγματος, αλλά περιγράφει και μια στρατηγική μετατόπιση από την τεχνική παρακολούθηση της αγοράς στην πολιτική παρέμβαση. Η οποία, με τη σειρά της, θα έχει ως στόχο να μην επιτρέψει σε εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ να αποκτήσουν εμπορικό πλεονέκτημα μέσα από την υποτίμηση των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου.

Προαναγγελία αντιποίνων

«Στις μελλοντικές εκθέσεις, στο πλαίσιο υποστήριξης της εμπορικής πολιτικής America First, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ θα ενισχύσει την ανάλυση των νομισματικών πολιτικών και πρακτικών των εμπορικών του εταίρων» αναφέρεται χαρακτηριστικά, ενώ γίνεται ρητή αναφορά στις παρεμβάσεις στις οποίες ενδεχομένως θα προχωρούν οι κεντρικές τράπεζες «όταν το εγχώριο νόμισμα βρίσκεται υπό πίεση ανατίμησης».

Με απλά λόγια, το αμερικανικό ΥΠΟΙΚ θα αστυνομεύει για τυχόν μέτρα που στοχεύουν να αποδυναμώσουν κάποιο νόμισμα έναντι του δολαρίου, κάτι που θα προσέδιδε στους εταίρους των ΗΠΑ εμπορικό πλεονέκτημα και, ταυτόχρονα, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το αμερικανικό εμπορικό ισοζύγιο.

Η «αστυνόμευση» μάλιστα θα είναι στο εξής διευρυμένη, καθώς δεν θα παρακολουθούνται μόνο οι άμεσες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών στην αγορά συναλλάγματος, αλλά και διαφορετικά μέσα που μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες: «Τα μέσα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τη μη ενδεδειγμένη χρήση κεφαλαιακών ελέγχων ή μακροπροληπτικών μέτρων με σκοπό τη στόχευση της ισοτιμίας για ανταγωνιστικούς λόγους, καθώς και τη μη ενδεδειγμένη δραστηριότητα κρατικών επενδυτικών φορέων –πέραν της κεντρικής τράπεζας– όπως τα κρατικά επενδυτικά ταμεία ή τα συνταξιοδοτικά ταμεία».

Για να μην αφήσει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ξεκαθαρίζει ότι «θα αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για την επιβολή ισχυρών αντιμέτρων που θα εξισορροπήσουν τον ανταγωνισμό απέναντι σε αθέμιτες νομισματικές πρακτικές». Διευκρινίζει, δε, ότι τα αντίμετρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν και την εισήγηση για επιβολή δασμών, όταν διαπιστώνεται ότι κάποιος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ προέβη σε «χειραγώγηση» στην αγορά συναλλάγματος.

Τα τρία κριτήρια

Αξίζει να σημειωθεί ότι το αμερικανικό ΥΠΟΙΚ στην συγκεκριμένη έκθεση, που αφορά το 2024, ρητά αναφέρει ότι δεν διαπίστωσε κινήσεις χειραγώγησης στην αγορά συναλλάγματος από κάποιον από τους 20 βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, διαπιστώνει ότι κανένας από τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ δεν πληροί και τα τρία κριτήρια με τα οποία το αμερικανικό ΥΠΟΙΚ αξιολογεί αν υπήρξαν κινήσεις χειραγώγησης ή όχι.

Το πρώτο κριτήριο είναι αν μια χώρα εμφανίζει «σημαντικό» διμερές εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, το οποίο να ξεπερνά τα 15 δισ. δολάρια. Το δεύτερο κριτήριο είναι αν μια χώρα εμφανίζει «σημαντικό» πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, σε ποσοστό που ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ. Ενώ το τρίτο κριτήριο, είναι η «επίμονη, μονόπλευρη παρέμβαση στην αγορά συναλλάγματος», η οποία διαπιστώνεται όταν «καθαρές αγορές ξένου συναλλάγματος πραγματοποιούνται επανειλημμένα, σε τουλάχιστον 8 από τους 12 τελευταίους μήνες, και το άθροισμά τους αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ μιας οικονομίας».

Στη «λίστα παρακολούθησης» τοποθετούνται χώρες που πληρούν τα 2 από τα 3 κριτήρια, και από το 2019 έχει μπει στη λίστα και η Κίνα που, πέραν του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος που εμφανίζει έναντι των ΗΠΑ, δε δημοσιεύει στοιχεία για τις παρεμβάσεις της στην αγορά συναλλάγματος.

Διαπραγματευτικό όπλο;

Σε πρόσφατη ανάλυσή της η ING σημείωνε ότι, ήδη από την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, η συγκεκριμένη έκθεση, γνωστή και ως «FX Report», είχε αποκτήσει μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα και χρησιμοποιήθηκε εμφανώς ως εργαλείο πίεσης. Στη σημερινή συγκυρία, η έκθεση μπορεί να παίξει ρόλο στις συζητήσεις για σύναψη διμερών συμφωνιών μεταξύ των ΗΠΑ και των εμπορικών εταίρων τους.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της ING, το τελευταίο διάστημα συζητείται όλο και πιο έντονα το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να πιέσουν τους εταίρους τους για συγκεκριμένες δεσμεύσεις ανατίμησης των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου, δεσμεύσεις οι οποίες θα αποτελούν μέρος των εμπορικών συμφωνιών που θα συναφθούν μελλοντικά.

Οι ίδιοι αναλυτές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η κυβέρνηση Τραμπ να αποφασίσει να επαναφέρει τα αυστηρότερα κριτήρια που ίσχυαν έως το 2021. Να εξετάζει δηλαδή ως προς το εμπορικό ισοζύγιο μόνο το εμπόριο αγαθών (και όχι υπηρεσιών). Ή να μειώσει το όριο για το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών στο 2% ή να περιορίσει την απαίτηση για καθαρές αγορές συναλλάγματος από τους 8 στους 6 μήνες.

Αφορμή για κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι π.χ. μια απότομη αύξηση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ έναντι των 20 βασικών εμπορικών εταίρων τους, το οποίο ήδη βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές του 2022, φτάνοντας τα 240 δισ. δολάρια ετησίως.

Αν πάντως η κυβέρνηση Τραμπ αποφασίσει πράγματι να εκμεταλλευτεί πολιτικά τα ευρήματα της έκθεσης, στο πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής που σχεδιάζει, τότε η ένταξη της Ιρλανδίας –μαζί με τη Γερμανία που προϋπήρχε– στη λίστα παρακολούθησης ενδέχεται να δημιουργήσει ένα λιγότερο συμφιλιωτικό κλίμα στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

BEST OF LIQUID MEDIA

gazzetta
gazzetta reader insider insider