Goldman Sachs: Ο παράλληλος «πόλεμος» στα εμπορεύματα και ο κίνδυνος μιας νέας ύφεσης

Ανδρέας Βελισσάριος
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Goldman Sachs: Ο παράλληλος «πόλεμος» στα εμπορεύματα και ο κίνδυνος μιας νέας ύφεσης
Σημαντικά αυξημένος είναι ο κίνδυνος της μετάβασης σε μια εκ νέου υφεσιακή τροχιά, απόρροια των γεωπολιτικών αναταραχών, των αυξανόμενων τιμών των εμπορευμάτων και της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής. Το «όριο» στην τιμή του «μαύρου χρυσού» που θα εντείνει τους φόβους. Η σύγκριση με ανάλογες καταστάσεις.

Σημαντικά αυξημένος αποδεικνύεται ο κίνδυνος μετάβασης σε μια εκ νέου υφεσιακή τροχιά, απόρροια των γεωπολιτικών αναταραχών, των αυξανόμενων τιμών των εμπορευμάτων και της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, με τη δημοσκόπηση του CNBC να δίνει πιθανότητες 33% να συμβεί κάτι τέτοιο κατά τη φετινή χρονιά.

Η Goldman Sachs προέβη σε μια ανάλυση σχετικά με τη συσχέτιση των υψηλών τιμών στα εμπορεύματα και των επακόλουθων υφεσιακών καταστάσεων, συγκρίνοντας ανάλογες καταστάσεις όπως κατά το 1974, το 1980, το 1990 και το 2008. Όπως αναφέρει ο Jan Hatzius, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs για τις ΗΠΑ, οι αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των γεωργικών προϊόντων κατά το τελευταίο έτος αντιπροσωπεύουν το 1,9% των καταναλωτικών δαπανών στις ΗΠΑ. Σε αυτή τη βάση, το πρόσφατο «σοκ» στα εμπορεύματα είναι υψηλότερο από το 1,2% που συνέβαλε στην ύφεση του 1990 και είναι παρόμοιο σε μέγεθος με το «σοκ» του 1,8% που συνέβαλε στην ύφεση του 2008.

Φυσικά, το υψηλότερο κόστος των εμπορευμάτων επιβαρύνει την κατανάλωση, «διαβρώνοντας» το πραγματικό εισόδημα των καταναλωτών κάτι που αποτελεί μια βασική αιτία κατά την οποία ο αμερικανικός οίκος υποβάθμισε την εκτίμησή του για την φετινή ανάπτυξη σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα από την δυνητική (στο +1,9% Q4/Q4, έναντι της δυνητικής δυναμικής στο +1,75%, του consensus στο +2,7% και της μέσης εκτίμησης της FOMC στο +2,8%). Η Goldman Sachs βλέπει τον κίνδυνο μιας ύφεσης κάπως υψηλότερο από το κανονικό για φέτος, κάτι που αντανακλάται εν μέρει από αυτό το μικρότερο απόθεμα αναπτυξιακής δυναμικής.

Επιπλέον, οι υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων μπορούν επίσης να ενισχύσουν περαιτέρω τον κίνδυνο ύφεσης μέσω του περιορισμού της ικανότητας των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να ανταποκρίνονται στα αναπτυξιακά «σοκ». Για παράδειγμα, στα μέσα του 2008 η Fed διέκοψε τον κύκλο χαλάρωσης της νομισματικής της πολιτικής εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, παρά την εξελισσόμενη χρηματοπιστωτική κρίση. Επιπλέον, και στα μέσα του 1990, η Fed παρείχε μια μέτρια προσαρμογή της πολιτικής της κατά τους πρώτους μήνες της ύφεσης, μειώνοντας το επιτόκιο των Fed Funds από το 8,25% τον Ιούνιο στο 7,75% τον Οκτώβριο.

Σε αυτό το ζήτημα εστίασε πρόσφατα και ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ τονίζοντας πως ενώ η νομισματική πολιτική μπορεί συνήθως να εξετάζει μια πληθωριστική «έκρηξη» που σχετίζεται με τις υψηλές τιμές των εμπορευμάτων, σήμερα υπάρχει ένα αυξανόμενος κίνδυνος ότι μια παρατεταμένη περίοδος υψηλού πληθωρισμού θα μπορούσε να ωθήσει τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό σε εξαιρετικά «άβολα» και υψηλότερα επίπεδα. Θα μπορούσε λοιπόν το τρέχον «σοκ» στις τιμές των εμπορευμάτων να οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση όπως συνέβη το 1990 σε ένα παρόμοιο περιβάλλον αυξημένου γεωπολιτικού κινδύνου και μείωσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών; Η Goldman Sachs διαπιστώνει ότι το απόλυτο μέγεθος του «σοκ» στα εμπορεύματα αποτελεί ένα λιγότερο αξιόπιστο παράγοντα εκτίμησης συγκριτικά με το μέγεθός του σε σχέση με την αύξηση των εισοδημάτων (εξαιρουμένων των επιδομάτων και των προγραμμάτων στήριξης).

* Η Goldman Sachs συγκρίνει το «σοκ» στις τιμές των εμπορευμάτων, εκφρασμένο ως το ποσοστό των καταναλωτικών δαπανών επί την ποσοστιαία μεταβολή των τιμών έναντι της ετήσιας μεταβολής στα προσωπικά εισοδήματα στη βάση του δομικού δείκτη καταναλωτικής δαπάνης PCE και εξαιρουμένων των επιδομάτων και των προγραμμάτων στήριξης.

Έτσι, οι κρίσεις στο πεδίο των εμπορευμάτων στα πρώτα στάδια των υφέσεων του 1974, του 1980, του 1990 και του 2008 αντιστάθμισαν πλήρως την ετήσια τάση των πραγματικών εισοδημάτων – υποδηλώνοντας ότι δεν υπήρχε περιθώριο αύξησης της πραγματικής κατανάλωσης χωρίς μια μείωση των αποταμιεύσεων. Αυτό δεν συμβαίνει το 2022 χάρη στην ισχυρή αύξηση των μισθών (τα προσωπικά εισοδήματα (εκτός των επιδομάτων) αυξήθηκαν κατά 8,6% σε ετήσια και ονομαστική βάση τον Ιανουάριο στις ΗΠΑ και κατά 3,4% στη βάση του δομικού PCE, με τη Goldman Sachs να αναμένει στο δεύτερο τρίμηνο να κινηθούν στο 8,4% και στο 3,4% αντίστοιχα), ενώ δε συνέβη και κατά τη διάρκεια της ανοδικής κίνησης των εμπορευμάτων και της οικονομικής επέκτασης κατά το 1999, το 2005 και το 2010.

Επιπλέον, τα πάνω από 2 τρισ. δολάρια πλεοναζόντων αποταμιεύσεων που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού και ο υψηλός δείκτης πλούτου των νοικοκυριών προς τα εισοδήματα, αντιπροσωπεύουν πρόσθετα «αποθέματα ασφαλείας» για την ενίσχυση των καταναλωτικών δαπανών για φέτος.

Ο Hatzious εκτιμά ότι θα χρειαζόταν μια διαρκής αύξηση της τιμής του πετρελαίου προς τα 200 δολάρια το βαρέλι για να προκληθεί ένα «σοκ» στα εισοδήματα, παρόμοιο σε μέγεθος, με εκείνο που προκάλεσε τις υφέσεις του 1974 και του 1979, αυξάνοντας έτσι σημαντικά τις πιθανότητες ύφεσης για φέτος. «Αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μια τέτοια έκβαση, τα 200 δολάρια αποτελούν ένα σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από το άνω άκρο, των 165 δολαρίων το βαρέλι, του τμήματος ανάλυσής μας στα εμπορεύματα», επισημαίνει ο Hatzius.

Επιπλέον, εκτός από την αδύναμη αναπτυξιακή δυναμική, η οικονομία κατά το 1990 περιβάλλονταν και από άλλες αδυναμίες που δεν διαφαίνονται το 2022. Πιο συγκεκριμένα, η κρίση Αποταμίευσης και Δανείων της δεκαετίας του 1980 κατέληξε σε τεράστιες χρεοκοπίες τραπεζών και κατάρρευση της πιστωτικής επέκτασης (-13% ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σύγκριση με την περίοδο 1989 - 1992). Αυτή η μείωση ήταν υπερδιπλάσια ακόμη και από την πτώση κατά 5% στη διάρκεια της μεγάλης Χρηματοπιστωτικής Κρίσης (2008 - 2010). Επιπλέον, η σχετική μείωση των τιμών των εμπορικών ακινήτων και των επενδύσεων συνέβαλε επίσης στην ύφεση του 1990 - 1991, όπως και η μεταψυχροπολεμική αναπροσαρμογή των προϋπολογισμών στο σκέλος της άμυνας (οι δαπάνες για την άμυνα στο ΑΕΠ ήταν στο -2,5% ετησίως κατά την περίοδο 1990 - 1991, έναντι +4,7% ετησίως κατά τη δεκαετία του 1980).

Εν κατακλείδι, η Goldman Sachs ανησυχεί περισσότερο για τον κίνδυνο μιας ύφεσης από την «υπερθέρμανση» της αγοράς εργασίας και της συσταλτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Αν και αναμένει την επιστροφή περίπου ενός εκατομμυρίου εργαζομένων και τη σχετική χαλάρωση των πιέσεων στους μισθούς που θα επιτρέψουν στη Fed να σχεδιάσει μια πιο ήπια προσγείωση, αυτό το αποτέλεσμα απέχει πολύ από το να αποτελέσει μια στέρεα βάση. Έτσι, ο αμερικανικός οίκος, συνεχίζει να βλέπει τον κίνδυνο για το πέρασμα σε μια ύφεση κατά το επόμενο έτος στο εύρος του 20% - 35%, κάπως υψηλότερα από το κανονικό, όπως σημειώνει.

Photo: Associated Press

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider