Βραχνάς αποτελεί η στέγη για τους Έλληνες καθώς σχεδόν το 1/3 των νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματος για την κάλυψη της βασικής αυτής ανάγκης μεταξύ 2018-2021 όπως προκύπτει από τη μελέτη «Η προσιτότητα της στέγασης για τα ελληνικά νοικοκυριά» που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τραπέζης της Ελλάδος που υπογράφουν οι Νικόλαος Βέττας, Γιώργος Γατόπουλος, Αλέξανδρος Λουκά, Αντώνης Μαυρόπουλος και Σωτήριος Σαπέρας.
Η μελέτη διερευνά την προσιτότητα της στέγασης σε εθνικό επίπεδο, ανά βαθμό αστικότητας και σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά και για διαφορετικές κατηγορίες νοικοκυριών, με σκοπό να αναδείξει τις σημαντικές ετερογένειες που υπάρχουν και που μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμη βάση για τη χάραξη στοχευμένων πολιτικών προς αντιμετώπιση του ζητήματος.
Xρησιμοποιώντας διαστρωματικά δεδομένα από δύο κύματα της Έρευνας για τα Οικονομικά και την Κατανάλωση των Νοικοκυριών (Household Finance and Consumption Survey – HFCS) για το 2018 και 2021, κατασκευάζει έναν δείκτη προσιτότητας της στέγασης, ο οποίος ορίζεται ως ο λόγος του κόστους στέγασης προς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά και ανάλογα με το βαθμό αστικότητας.
Η εξέλιξη του δείκτη υποδηλώνει ότι η προσιτότητα της στέγασης μειώνεται μεταξύ 2018 και 2021, αλλά αναδεικνύει και την ιδιαίτερη ετερογένεια που υφίσταται μεταξύ περιφερειών, καθώς το ζήτημα είναι εντονότερο στις αστικές περιοχές και ιδίως για τα νοικοκυριά που ενοικιάζουν. Στη συνέχεια, η μελέτη δείχνει ότι τα νεαρότερα και μικρότερα σε μέγεθος νοικοκυριά, οι άνεργοι αλλά και τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα είναι εκείνα για τα οποία είναι οξύτερο το ζήτημα της προσιτότητας της στέγασης.
Σύμφωνα με τη Eurostat, για το 2023, η Ελλάδα βρίσκεται στη δυσχερέστερη θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με το πόσο προσιτή είναι η στέγαση. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα σχεδόν το 1/3 των νοικοκυριών σε αστικές περιοχές καταγράφεται να δαπανά πάνω από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη του κόστους που σχετίζεται με τη στέγαση, όπου συμπεριλαμβάνονται λογαριασμοί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, ενοίκια, πληρωμές στεγαστικού δανείου και δημοσιονομικά τέλη.
Σε συνθήκες ανόδου των τιμών των ακινήτων και του κόστους ενέργειας και υψηλού κόστους δανεισμού, το στεγαστικό κόστος αυξάνεται σταδιακά, καθιστώντας τη στέγαση ακόμη λιγότερο προσιτή για τα εγχώρια νοικοκυριά. Ταυτόχρονα, οι δημόσιες δαπάνες για στέγαση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι για το 2022 από τις χαμηλότερες μεταξύ των κρατών-μελών.
Ο συνδυασμός των συγκυριών αυτών αναδεικνύει τη σημαντικότητα του ζητήματος της προσιτότητας της στέγασης, καθώς οι αυξημένες δαπάνες των νοικοκυριών για στέγαση έχουν άμεσες κοινωνικές και οικονομικές επιδράσεις. Αφενός, τα ελληνικά νοικοκυριά καλούνται να προσαρμόσουν τα καταναλωτικά τους πρότυπα, δεδομένου ότι η ζήτηση στέγασης είναι γενικά ανελαστική.
Αφετέρου, δυσχεραίνεται η συσσώρευση πλούτου μέσω αποταμιεύσεων, γεγονός που έχει άμεσες επιδράσεις στις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, αλλά και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μια κύρια διαφορά είναι η διάρθρωση των νοικοκυριών ανά καθεστώς ενοίκησης (ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία), καθότι οι ενοικιαστές είναι περισσότεροι στις αστικές περιοχές από ό,τι στις ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές.
Σε επίπεδο περιφερειών, αλλά και για τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα, το ποσοστό υπερεπιβάρυνσης από το κόστος στέγασης παρουσιάζει μεγαλύτερες διακυμάνσεις από το διάμεσο ποσοστό δαπανών για στέγαση, υποδηλώνοντας ότι η δυσχερέστερη πρόσβαση σε προσιτή στέγαση μπορεί να επηρεάσει και την εισοδηματική ανισότητα. Σε περιοχές όπως το Νότιο Αιγαίο, η Ήπειρος, η Αττική, η Θεσσαλονίκη και η Κεντρική Μακεδονία παρατηρούνται τα υψηλότερα ποσοστά νοικοκυριών χωρίς πρόσβαση σε προσιτή στέγαση.
Τα αποτελέσματα αυτά, σε συνάρτηση με την εξέλιξη του κόστους στέγασης αλλά και του διαθέσιμου εισοδήματος, υποδηλώνουν ότι η άνοδος του ενεργειακού κόστους και οι δομικές αλλαγές στη σύνθεση των νοικοκυριών ως προς το καθεστώς ενοικίασης είναι από τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στη μείωση της προσιτότητας μεταξύ των δύο γύρων της έρευνας, αλλά και στη γεωγραφική ετερογένεια.
Τα περιγραφικά αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι το ζήτημα της προσιτότητας της στέγασης:
- σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της κατοικίας, το οποίο παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση ανά περιφέρεια - με βάση το εύρημα ότι και στους δύο γύρους της έρευνας περίπου το 60% των νοικοκυριών που ενοικιάζουν δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των στεγαστικών του αναγκών
- πλήττει εντονότερα τα νεαρότερα νοικοκυριά
- οξύνεται όταν ο επικεφαλής του νοικοκυριού είναι άνεργος και, τέλος, (δ) σχετίζεται με την οικογενειακή κατάσταση, όπως επίσης και με το μέγεθος του νοικοκυριού.