Το γαλλικό χρέος έχει εκτοξευθεί, τα ελλείμματα διευρύνονται και δύο πρωθυπουργοί έχουν ήδη «πέσει» προσπαθώντας να τα διορθώσουν. Ο οίκος Fitch, ο οποίος υποβάθμισε το αξιόχρεο της Γαλλίας σε Α+ από ΑΑ-, προειδοποιεί ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να διορθωθεί τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς η χώρα είναι εγκλωβισμένη σε μια διαρκή μάχη για τον περιορισμό του διογκούμενου χρέους.
Το ερώτημα που πλανάται πλέον πάνω από την πολιτική σκηνή του Παρισιού είναι το εξής: Πόσο ευθύνεται προσωπικά ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν για τη δημοσιονομική κρίση;
Από τότε που ο Μακρόν ανέλαβε την προεδρία το 2017, με υποσχέσεις για μείωση φόρων, τόνωση της ανάπτυξης και περιορισμό του κράτους, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν -και το ίδιο συνέβη και με το δημόσιο χρέος της Γαλλίας σε σχέση με το ΑΕΠ. Πλέον, η Γαλλία ακολουθεί μόνο την Ελλάδα και την Ιταλία στην Ευρωζώνη όσον αφορά το ύψος του χρέους.
Το έλλειμμα του περυσινού προϋπολογισμού διογκώθηκε στο 5,8%, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Ο Φρανσουά Μπαϊρού, ο δεύτερος πρωθυπουργός που παραιτήθηκε φέτος λόγω των σχεδίων περιορισμού του ελλείμματος, πρότεινε ένα πακέτο μέτρων ύψους 44 δισ. ευρώ, το οποίο όμως σίγουρα θα πρέπει να περιοριστεί από τον διάδοχό του Λεκορνί.
Η διαμάχη για το ποιος φταίει -ανάμεσα στους κεντρώους του Μακρόν και την εξοργισμένη αντιπολίτευση- καθιστά δύσκολες οποιεσδήποτε συμβιβαστικές λύσεις για τον προϋπολογισμό.
Η μοντερνιστική προσέγγιση του Μακρόν απέδωσε σε κάποια σημεία. Η ανεργία μειώθηκε καθώς χαλάρωσαν οι αυστηροί εργασιακοί νόμοι, η εικόνα της Γαλλίας ως επενδυτικού προορισμού βελτιώθηκε και η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 64 έτη βοήθησε να παραμείνουν περισσότεροι ηλικιωμένοι στην αγορά εργασίας.
Ωστόσο, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αριστεράς - που είναι το κρίσιμο «κέντρο βάρους» για την έγκριση οποιουδήποτε προϋπολογισμού - απαιτεί πλέον από τον Μακρόν παραχωρήσεις που εκείνος θεωρεί ότι θα αποδομήσουν την πολιτική του κληρονομιά. Οι Σοσιαλιστές ζητούν αύξηση της φορολογίας των πολύ πλουσίων και αναστολή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού.
Πού οφείλεται η δημοσιονομική κρίση;
Σύμφωνα με δηλώσεις οικονομολόγων στους FT, η κακή κατάσταση των δημοσιονομικών της Γαλλίας οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: την επιθετική δημοσιονομική στήριξη για να περιοριστούν οι συνέπειες της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης και τις μαζικές φορολογικές ελαφρύνσεις που ξεκίνησε ο Μακρόν το 2018.
O Ξαβιέ Ραγκό, επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου OFCE, αποδίδει το ήμισυ της αύξησης του χρέους από το 2017 στις μόνιμες φορολογικές μειώσεις και το άλλο μισό στα μέτρα στήριξης λόγω κρίσεων.
Ο Φρανσουά Εκάλ, πρώην στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών και ειδικός στα δημόσια οικονομικά, δηλώνει: «Ο Μακρόν φέρει μέρος της ευθύνης και έχει κάνει λάθη, αλλά αυτή είναι μια παλιά ιστορία με βαθιές πολιτισμικές ρίζες - οι Γάλλοι ζητούν περισσότερη βοήθεια και προστασία από το κράτος, αλλά ταυτόχρονα λιγότερους φόρους. Είναι αντιφατικό».
Η Γαλλία δεν έχει ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της από τη δεκαετία του 1970. Παραδοσιακά, χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλές δημόσιες δαπάνες - το 2023 έφτασαν στο 57% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ.
Παράλληλα, έχει από τα υψηλότερα φορολογικά βάρη στον κόσμο, με το μεγαλύτερο μέρος να βαραίνει τους εργαζόμενους.
Oι φορολογικές ελαφρύνσεις Μακρόν
Όταν ο Μακρόν ανέλαβε, το χρέος είχε αρχίσει να μειώνεται και το έλλειμμα ήταν στο 3,4% του ΑΕΠ, χάρη σε μέτρα του προκατόχου του, Φρανσουά Ολάντ.
Ο Μακρόν κατάργησε τον φόρο πλούτου και τον αντικατέστησε με φόρο ακίνητης περιουσίας, μείωσε τη φορολογία των επιχειρήσεων (από 33% σε 25%) και του κεφαλαίου και κατάργησε τον φόρο κατοικίας, μια κίνηση δημοφιλής αλλά με μεγάλο κόστος.
Αυτές οι φορολογικές ελαφρύνσεις δεν συνοδεύτηκαν από ανάλογες περικοπές δαπανών, με αποτέλεσμα να χρηματοδοτούνται από αύξηση του χρέους.
«Ο Μακρόν ποτέ δεν ήθελε να αγγίξει τις δημόσιες δαπάνες ή τη λειτουργία του κράτους», δηλώνει επίσης στους FT ο Φιλίπ Ντεσερτίν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Σορβόννης. «Οι φοροελαφρύνσεις ήταν απαραίτητες για την ανταγωνιστικότητα, αλλά έπρεπε να συνοδευτούν από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Η κυβέρνηση άρχισε να ξοδεύει μαζικά μετά την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων το 2018, εξαιτίας της πρότασης για φόρο άνθρακα στα καύσιμα. Οι διαδηλωτές κατήγγειλαν ότι η πολιτική του Μακρόν ευνοεί τους πλουσίους.
Στη συνέχεια ήρθε η πανδημία του Covid-19, με πακέτο στήριξης ύψους 170 δισ. ευρώ, ήτοι το 10% του ΑΕΠ και η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, με γενναιόδωρες επιδοτήσεις ρεύματος και καυσίμων. Το Ελεγκτικό Συνέδριο της Γαλλίας υπολόγισε το καθαρό κόστος της ενεργειακής στήριξης στα 72 δισ. ευρώ.
Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το δημοσιονομικό πακέτο ήταν υπερβολικό. Ωστόσο, σύμφωνα με το OFCE, το πιο διαρκές πρόβλημα ήταν η μείωση των φορολογικών εσόδων που προκάλεσαν οι πρώιμες αποφάσεις του Μακρόν.
Δύσκολος δρόμος χωρίς πολιτική συναίνεση
Οι κακές προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών το 2024 συνέβαλαν στο να ξεφύγει το έλλειμμα.
Με δεδομένα τα ήδη υψηλά φορολογικά βάρη, την αβέβαιη παραγωγικότητα και τη στασιμότητα στην αγορά εργασίας, οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι η Γαλλία δεν μπορεί να «ξεφύγει» από το πρόβλημα μόνο με ανάπτυξη ή περισσότερους φόρους.
Ο Ξαβιέ Ζαραβέλ, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης της κυβέρνησης, δηλώνει στους FT ότι δεν υπάρχουν ένα ή δύο μέτρα που αρκούν για να μειωθεί το έλλειμμα. «Χρειάζεται ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων. Και στις δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση, πρέπει να υπάρξει εξορθολογισμός».
Μπορεί να είναι διαχειρίσιμο, αν υπάρξει πολιτική βούληση για σταδιακές περικοπές σε βάθος χρόνου. Όμως με την πολιτική πόλωση που επικρατεί, αυτό δεν φαίνεται πιθανό πριν τις προεδρικές εκλογές του 2027, όπως εκτιμά και ο οίκος Fitch.