Συχνά ακούμε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, αφού αποτελούν το 99% του συνόλου των 932 χιλιάδων εταιρειών.
Όμως η συντριπτική πλειοψηφία (93%) των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χώρα μας είναι πολύ μικρές, αφού η ΕΕ ορίζει:
- ως μεσαία επιχείρηση αυτή που διαθέτει από 50 έως 250 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών από 10 έως 50 εκατ. €
- ως μικρή επιχείρηση αυτή που διαθέτει από 10 έως 50 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών από 2 έως 10 εκατ. €
- ως πολύ μικρή επιχείρηση αυτή που διαθέτει λιγότερους από 10 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών μικρότερο από 2 εκατ. €.
Στην πράξη οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν από μηδέν έως 4 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών που ανέρχεται από 7 έως 100 χιλιάδες ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 75% των μικρών επιχειρήσεων αποτελείται από τις 697 χιλιάδες ατομικές επιχειρήσεις, δηλ. αυτο-απασχολούμενοι / ελεύθεροι επαγγελματίες, που αρκετοί εξ αυτών διαθέτουν κατά βάση έναν πελάτη ή παρέχουν τις υπηρεσίες τους χωρίς παραγωγικό εξοπλισμό (π.χ. πωλητές, ασφαλιστές, δάσκαλοι σε φροντιστήρια κλπ). Όλοι αυτοί στην πραγματικότητα δεν λειτουργούν ως επιχειρηματίες, αλλά προσομοιάζουν τους μισθωτούς εργαζόμενους.
Οι Έλληνες επιχειρηματίες που λειτουργούν σήμερα πραγματικές επιχειρήσεις είναι «ήρωες», διότι έχουν έμπρακτα αποδείξει ότι αντέχουν εδώ και 15 έτη σε πολλαπλές κρίσεις, ήτοι οικονομική, πανδημική, ενεργειακή, κλιματική, πληθωρισμού, ακρίβειας, πολέμων (συμπεριλαμβανομένων και εμπορικών, βλέπε δασμούς). Συνέπεια όλων αυτών των δυσμενών συνθηκών αποτέλεσε και η αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους, τόσο προς το δημόσιο όσο και προς τις τράπεζες, γεγονός που οδήγησε τις τελευταίες σε πώληση της συντριπτικής πλειονότητας (96,6%) των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε αγοραστές δανείων (funds) και την συνεπακόλουθη ανάθεση σε διαχειριστές δανείων (servicers).
Για να ρυθμίσουν τα χρέη τους οι πολύ μικρές και μικρές ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αξιοποιήσουν τα 2 διαθέσιμα εργαλεία ρύθμισης οφειλών.
Το πρώτο εργαλείο ρύθμισης είναι ο Εξωδικαστικός μηχανισμός, για μικρές επιχειρήσεις με συνολικά χρέη άνω των 10 χιλ. ευρώ.
Μέσω του εργαλείου αυτού:
- παρέχεται μερική διαγραφή οφειλής έως 90% της συνολικής οφειλής, υπό προϋποθέσεις (όπως να μην υπάρχουν ακίνητα υψηλής εμπορικής αξίας).
- ρυθμίζονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο (ΑΑΔΕ και ΕΦΚΑ / ΚΕΑΟ) με αποπληρωμή σε έως 240 δόσεις
- ρυθμίζονται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με αποπληρωμή σε έως 240 δόσεις αν είναι επιχειρηματικά ενυπόθηκα, με σκοπό τη διάσωση της επαγγελματικής στέγης των επιχειρήσεων (π.χ. εμπορικά ακίνητα, επαγγελματικός εξοπλισμός / οχήματα κλπ) ή σε έως 180 δόσεις αν δεν διαθέτουν εμπράγματες εξασφαλίσεις.
Ήδη έχουν αξιοποιήσει επιτυχώς αυτό το εργαλείο 48,4 χιλιάδες οφειλέτες, εκ των οποίων το Νοέμβριο 2025 επιτεύχθηκαν 2.450 ρυθμίσεις οφειλών. Από την ανάλυση των στοιχείων των οφειλετών που ρύθμισαν επιτυχώς τα χρέη τους διαπιστώνουμε ότι:
- 60% των αιτήσεων είναι επιτηδευματίες και 21% είναι επιχειρήσεις
- 38% των αιτήσεων οφείλουν από 50 έως 200 χιλ. ευρώ
- 75% των οφειλών είναι μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς διαχειριστές δανείων
- Η μέση διαγραφή για οφειλές προς το δημόσιο ανέρχεται σε 14% και η αντίστοιχη διαγραφή για μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται σε 30%, ενώ οι σχεδόν οι μισές ρυθμίσεις (49%) έλαβαν διαγραφή μεγαλύτερη από 30%
- Η μέση διάρκεια ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων είναι 19 έτη.
Η ρύθμιση οφειλών παρέχεται μέσω αυτόματου αλγορίθμου της ψηφιακής πλατφόρμας της Γενικής Γραμματείας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Τους τελευταίους μήνες έχει αυξηθεί σημαντικά ο ρυθμός εγκρίσεων (ανέρχεται πλέον σε 81%) των ρυθμίσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες και τους διαχειριστές δανείων (οι οποίοι πέτυχαν 91%), ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις απορρίπτουν τις ανωτέρω ευνοϊκές ρυθμίσεις εξαιτίας μιας σειράς αιτιών, όπως π.χ.:
- η απουσία / έλλειψη πληρότητας στοιχείων για την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη επιχειρηματία (πέρα από τα δεδομένα της επιχείρησης)
- η ύπαρξη εγγυητών, οι οποίοι δεν παρέχουν συναίνεση για τον έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης
- η ύπαρξη μετρητών ή/και άλλων ταχέως ρευστοποιήσιμων αξιών (π.χ. μετοχές)
- η εύρεση αδικαιολόγητων εμβασμάτων χρημάτων στο εξωτερικό
- η ανεπαρκής οικονομική δυνατότητα πληρωμής της προτεινόμενης ρύθμισης σύμφωνα με τα δηλωθέντα εισοδήματα (δηλ. ο επιχειρηματίας παρουσιάζεται ως μη βιώσιμος ή/και πτωχευμένος).
Τα ανωτέρω στοιχεία σηματοδοτούν μια «ύποπτη» συμπεριφορά ενός δυνητικού στρατηγικού κακοπληρωτή, δηλαδή ενός επιχειρηματία που ενδεχομένως να διαθέτει τη δυνατότητα γρηγορότερης αποπληρωμής των οφειλών και υψηλότερων ποσών χρέους, αλλά προσπαθεί να το αποφύγει κρύβοντας εισοδήματα. Ως εκ τούτου απαιτείται περισσότερος έλεγχος που εκφεύγει του πλαισίου αυτοματοποιημένης λειτουργίας του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Στις περιπτώσεις που δεν παρασχεθεί συναίνεση των διαχειριστών δανείων ή/και τραπεζών στην αυτοματοποιημένη λύση ρύθμισης μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, τότε οι επιχειρηματίες θα πρέπει αναγκαστικά να καταφύγουν στο δεύτερο εργαλείο ρύθμισης που είναι ο Κώδικας Δεοντολογίας. Μέσω του εργαλείου αυτού ρυθμίζονται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια απευθείας με κάθε πιστωτή (τράπεζα ή διαχειριστή δανείου). Εναλλακτικά, για όσους δεν έχουν ευχέρεια χρήσης ψηφιακών μέσων παρέχεται η δυνατότητα ρύθμισης διμερώς με τους πιστωτές (είτε μέσω συνάντησης ή τηλεφωνικής εξυπηρέτησης).
Η πιο συνηθισμένη λύση ρύθμισης οφειλών αποτελείται από τα ακόλουθα συστατικά μέρη:
- μια αρχική προκαταβολή (π.χ. από 1 έως 10 χιλιάδες ευρώ)
- μια μηνιαία δόση (π.χ. 100 – 1.000 ευρώ) για ένα διάστημα μερικών ετών (π.χ. 3-10 χρόνια)
- ένα ποσό (π.χ. 10 – 30 χιλ. ευρώ) που απομένει «παγωμένο» (δηλ. απλήρωτο), θα εξεταστεί στο τέλος της ρύθμισης (balloon) και δύναται να διαγραφεί ή αποπληρωθεί ή επαναρυθμιστεί, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες και περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.
Ήδη έχουν ρυθμίσει διμερώς εκατοντάδες χιλιάδες οφειλέτες, εκ των οποίων τον Οκτώβριο 2025 επιτεύχθηκαν 5.300 ρυθμίσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων όλων των ειδών, ήτοι στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις οι διαχειριστές δανείων:
- έχουν αναλάβει περίπου 2,4 εκατομμύρια οφειλέτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα / νοικοκυριά και επιχειρήσεις), οι οποίοι διαθέτουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια
- λαμβάνουν περίπου 105 χιλ. κλήσεις κάθε μήνα από οφειλέτες, με σκοπό τη ρύθμιση της οφειλής τους
- υποβάλλονται μηνιαίως περισσότερες από 30 χιλ. αιτήσεις ρύθμισης δανείων
- ρυθμίζεται επιτυχώς το 90% των αιτήσεων, κατόπιν των σχετικών ελέγχων περιουσίας και εισοδημάτων των οφειλετών
- το 75% των ρυθμίσεων περιλαμβάνουν διαγραφή οφειλής που ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 48%.
Οι επιχειρήσεις που ρυθμίζουν επιτυχώς και πληρώνουν πλέον κανονικά τα δάνεια τους αναφέρουν ότι επιβαρύνονται με υψηλότερα επιτόκια συγκριτικά τόσο με το παρελθόν όσο και με αντίστοιχες ομοειδείς εταιρείες. Αυτό συμβαίνει διότι αποτελούν δανειολήπτες υψηλότερου κινδύνου (αποπληρωμής) συγκριτικά με επιχειρήσεις που ποτέ δεν βρέθηκαν με μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Επιπρόσθετα οι επιχειρηματίες σημειώνουν ότι αδυνατούν να λάβουν νέα δάνεια για να καλύψουν τις επιχειρηματικές ανάγκες τους (όπως κεφάλαιο κίνησης, αναπτυξιακά κεφάλαια, π.χ. εκσυγχρονισμού για την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση). Αυτό συμβαίνει διότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οι εν λόγω οφειλέτες θεωρούνται ως υψηλής επικινδυνότητας επειδή βρέθηκαν με μη εξυπηρετούμενα δάνεια και θα πρέπει να περάσουν κάποια χρόνια (συνήθως 3-5) προτού θεωρηθούν ότι επανήλθαν στην ίδια κατηγορία με τους ενήμερους οφειλέτες που δεν βρέθηκαν ποτέ με μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα οι επιχειρήσεις ουσιαστικά λειτουργούν χωρίς νέο τραπεζικό δανεισμό και επιβιώνουν με αυτοχρηματοδότηση (δηλ. έσοδα πελατών και προσωπικά κεφάλαια των επιχειρηματιών).
Μονόδρομος χρηματοδότησης για αυτές τις επιχειρήσεις είναι η συνεργασία με επενδυτικά ταμεία. Πλέον δραστηριοποιούνται στη χώρα μας περίπου 35 τέτοιοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί, οι οποίοι διαθέτουν συνολικά επενδυτικά κεφάλαια περίπου 3 δισεκατ. ευρώ. Οι πόροι τους στηρίζονται, τόσο στο δημόσιο, όπως Ευρωπαϊκές επιδοτήσεις (π.χ. Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων) και κεφάλαια Κρατικών ασφαλιστικών οργανισμών, όσο και σε ιδιωτικά κεφάλαια ελληνικών και Ευρωπαϊκών τραπεζών (π.χ. Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο), ασφαλιστικών εταιρειών και επενδυτικά ταμεία Ελλήνων επιχειρηματιών (π.χ. εφοπλιστών).
Τα εν λόγω επενδυτικά ταμεία παρέχουν χρηματοδοτήσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, ακόμη και σε μικρές, χωρίς περιορισμούς από τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς περί μη εξυπηρετούμενων δανείων. Κατά βάση δεν παρέχουν χρηματοδοτήσεις με εξασφάλιση ακίνητη περιουσία όπως προβαίνουν οι τράπεζες, αλλά αντιθέτως επιδιώκουν να λάβουν (ως εξασφάλιση) ένα μέρος των μετοχών της επιχείρησης (άλλοτε μειοψηφία και άλλοτε πλειοψηφία). Κάποια επενδυτικά ταμεία είναι πιο ενεργητικά, δηλ. εμπλέκονται ενεργά στη λειτουργία της επιχείρησης με σκοπό την αναβάθμιση / εκσυγχρονισμό της, ενώ άλλα είναι πιο παθητικά, δηλ. διενεργούν μόνο έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης της εταιρείας. Σε κάθε περίπτωση, παραμένουν συνήθως στην εταιρεία για χρονικό διάστημα 5-10 ετών και στο τέλος αποσκοπούν στην πώληση των μετοχών, με προτεραιότητα στον μέτοχο / ιδιοκτήτη της εταιρείας.
Οι αποδόσεις των εν λόγω επενδυτικών ταμείων ανέρχονται σε περίπου 20% ετησίως, το οποίο συμπεριλαμβάνει τα ποσά που θα ληφθούν κατά την αποχώρηση τους από την εταιρεία. Αυτό το νούμερο πολλές φορές τρομάζει τους επιχειρηματίες, διότι μοιάζει πολύ μεγαλύτερο (έως και υπερδιπλάσιο) από το κόστος δανεισμού από τις τράπεζες. Ωστόσο με μια προσεκτική ανάγνωση των όρων σύμβασης διαπιστώνει κανείς ότι εμπεριέχει τον κίνδυνο μη επίτευξης της απόδοσης, έναντι ενός τραπεζικού δανεισμού όπου οι τόκοι επιβαρύνονται στο δάνειο ανεξάρτητα της οικονομικής απόδοσης της επιχείρησης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκριση μιας τέτοιας χρηματοδότησης αποτελεί η διενέργεια ενός οικονομικού και νομικού ελέγχου (due diligence), με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο οι υφιστάμενες και εκτιμώμενες μελλοντικές χρηματορροές είναι ικανές για να αποπληρώσουν τα ληφθέντα επενδυτικά κεφάλαια από την επιχείρηση. Η σύνταξη ενός ρεαλιστικού επενδυτικού σχεδίου αποτελεί προαπαιτούμενο χρηματοδότησης.
Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις που ρύθμισαν τα δάνεια τους και μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν στις τράπεζες για δανεισμό θα πρέπει να αξιοποιήσουν τις χρηματοδοτήσεις των επενδυτικών ταμείων, σε συνδυασμό με τις Κρατικές επιδοτήσεις εκσυγχρονισμού (π.χ. ΕΣΠΑ).