Με την έναρξη του εκπαιδευτικού έτους, τα θέματα εκπαίδευσης επανέρχονται την επικαιρότητα, δεδομένου του μεγάλου ενδιαφέροντος όλων των γονιών για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Πράγματι, η εκπαίδευση θεωρείται ως ο κυριότερος μοχλός οικονομικής και κοινωνικής κινητικότητας, απασχόλησης και ευημερίας. Ταυτόχρονα, όμως, η ποιότητα της εκπαίδευσης είναι και σημαντικός παράγων οικονομικής ανάπτυξης και οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση αναγκαία προϋπόθεση για ανάπτυξη και απασχόληση στις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες της σύγχρονης οικονομίας.
Στη νέα οικονομία του 21ου αιώνα, η εκπαίδευση έχει κεντρικό ρόλο. Στη νέα οικονομία που χαρακτηρίζεται από την έμφαση στη γνώση και την ψηφιακή καινοτομία, παρατηρείται μια ραγδαία αλλαγή στο κοινωνικοοικονομικό παράδειγμα, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία και οι επιχειρήσεις, επηρεάζοντας την αγορά εργασίας, την απασχόληση, καθώς και τη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της νέας οικονομίας είναι ότι έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο, τη γνώση και τις ικανότητές του. Το ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελεί στον 21ο αιώνα τον κυριότερο παράγοντα παραγωγής, ανάπτυξης και ευημερίας.
Αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας μας, σε αυτό το περιβάλλον της νέας οικονομίας, αποτελεί η προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος όλων των βαθμίδων (πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας, τριτοβάθμιας), καθώς και όλων των μορφών εκπαίδευσης (γενικής, επαγγελματικής, τεχνολογικής, δια βίου) στη λειτουργία και στις ανάγκες της οικονομίας. Με τον τρόπο αυτό θα αυξηθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα θα διασφαλισθεί και η δημιουργία νέων, καλά αμειβόμενων, και μακροχρόνια βιώσιμων θέσεων εργασίας. Έτσι, κύριος παράγοντας για την επιτυχή εφαρμογή των αναπτυξιακών προγραμμάτων και σχεδίων στην Ελλάδα είναι η βελτίωση του εκπαιδευτικού και τεχνολογικού επιπέδου του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Η υστέρηση που παρατηρείται στην ποιότητα της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων στην Ελλάδα, όπως αντανακλάται στην πορεία των δεικτών (PISA) έχει ως αποτέλεσμα την υστέρηση στην τεχνολογική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας και τις αναπόφευκτες συνέπειες για την ανεργία και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος να ικανοποιήσει τις ραγδαία μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομίας στην νέα εποχή, αποδεικνύεται από την μακροχρόνια και τη νεανική ανεργία, δεδομένου ότι τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας και από τα υψηλότερα ποσοστά νεανικής ανεργίας μεταξύ των χωρών της ΕΕ σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της EUROSTAT για το 2024. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (άνω των 12 μηνών), ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα το 2024, είναι 5,4%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ για το ίδιο διάστημα είναι 1,9%. Η ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 ετών στην Ελλάδα το 2024 μειώθηκε στο 22,5%, από 26,7% το 2023 (αν και το 2015 ήταν περίπου 50%) όταν ο μέσος όρος νεανικής ανεργίας στην ΕΕ το 2024 ήταν 14,9%. (https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/SEPDF/cache/6942.pdf).
Είναι γενικά δεκτό, ότι η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού επηρεάζει τα ποσοστά ανεργίας και προσδιορίζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, καθώς αποτελεί βασική παράμετρο στο σύστημα ενίσχυσης της επιχειρηματικής και κατ’ επέκταση της εθνικής ανταγωνιστικότητας. Έτσι, η αναντιστοιχία ικανοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό με τις ανάγκες της οικονομίας οδηγεί αφενός σε ανεργία, ιδιαίτερα των νέων, και αφετέρου σε ανεπάρκεια εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας. Η ύπαρξη μακροχρόνιας και νεανικής ανεργίας, ταυτόχρονα με έντονη έλλειψη εργατικού δυναμικού σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, όπως όλοι οι συλλογικοί φορείς των εργοδοτών αναφέρουν, αποτελεί απόδειξη της αδυναμίας του εκπαιδευτικού συστήματος να ικανοποιήσει τις ανάγκες της οικονομίας.
Η οικονομία που βασίζεται στη γνώση, σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη παγκοσμίως επέκταση του τομέα των υπηρεσιών, καθιστούν την βελτίωση του ανθρωπίνου κεφαλαίου ως έναν από τους βασικότερους μοχλούς ενίσχυσης της απασχόλησης, της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης. Οι επενδύσεις στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών συνδυασμένες με επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό αυξάνουν την παραγωγικότητα και συμβάλλουν στην προώθηση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας σε μακροχρόνια βάση. Η διαρκής εκπαίδευση των εργαζομένων και η δια βίου εκπαίδευση αποτελούν ανάγκη, δεδομένης της υψηλής ταχύτητας δημιουργίας και παλαίωσης της τεχνολογικής καινοτομίας.
Τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και ανάπτυξης δεξιοτήτων που παρέχονται από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις σύγχρονες ανάγκες της νέας οικονομίας. Στην Ελλάδα, η διασύνδεση του συστήματος εκπαίδευσης με την παραγωγή και την πραγματική οικονομία επιδέχεται περιθώρια σημαντικής βελτίωσης. Οι εμφανείς αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος έχουν ως συνέπεια την εμφάνιση υψηλού ποσοστού ανεργίας στους νέους και ιδιαίτερα στους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και στη διαρροή εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain). Η αναπτυξιακή πορεία της χώρας είναι, αναπόφευκτα, απόλυτα εξαρτημένη από την τεχνολογική αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου και την προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της οικονομίας σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο.
Δυστυχώς, μεγάλο μέρος των διδασκόντων, σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, δεν συμμερίζεται αυτή τη θέση για το εκπαιδευτικό σύστημα. Υπάρχει η άποψη ότι η προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου της εκπαίδευσης στις ανάγκες της οικονομίας για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανταγωνιστικότητας περιορίζει τον παιδαγωγικό και κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης θέτοντας την «παραγωγή εργαζομένων πάνω από την ολόπλευρη ανάπτυξη πολιτών». Ωστόσο υπάρχουν αναρίθμητες μελέτες παγκοσμίως που αποδίδουν την ταχεία οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη σε πάρα πολλές χώρες στην παροχή διαφόρων μορφών μαζικής εκπαίδευσης, αποδεικνύοντας την καταλυτική επίδραση του επιπέδου εκπαίδευσης στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. (https://eproceedings.epublishing.ekt.gr/index.php/inoek/article/view/7034).
Ο πυρήνας της εκπαιδευτικής στρατηγικής θα πρέπει να πρέπει να είναι ένα όραμα φιλόδοξο, ευρύ και μακροπρόθεσμο για την χώρα. Το ανθρώπινο κεφάλαιο μπορεί να αποτελέσει βασικό μοχλό στην αναπτυξιακή προσπάθεια και τη δημιουργία κοινωνικής ευημερίας. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και οι ανικανοποίητες ανάγκες σε ανθρώπινο κεφάλαιο των επιχειρήσεων αποδεικνύουν ότι υπάρχει ένα παραγωγικό κενό. Οι επί μέρους στόχοι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μπορεί να είναι: (α) Εκσυγχρονισμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων με έμφαση στην κριτική σκέψη, τις STEM (Επιστήμη, Τεχνολογία, Μηχανική, Μαθηματικά), την επιχειρηματικότητα και τις δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων. (β) Κατάρτιση και υποστήριξη του εκπαιδευτικού προσωπικού με έμφαση στην αποτελεσματικότητα, την επαγγελματική ανάπτυξη και την παιδαγωγική καινοτομία, βελτιώνοντας έτσι τα μαθησιακά αποτελέσματα και την οικονομική ανταγωνιστικότητα. (γ) Ευθυγράμμιση του εκπαιδευτικού συστήματος με τις ανάγκες της οικονομίας με ενίσχυση της συνεργασίας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και παραγωγικού ιστού, προσαρμογή των αριθμών της επαγγελματικής και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της οικονομίας και ενσωμάτωση της μάθησης στον χώρο εργασίας. (δ) Διασφάλιση της ισότητας κοινωνικής δικαιοσύνης με έμφαση στη μείωση των ανισοτήτων χρηματοδότησης και παροχή ίσης πρόσβασης σε ποιοτική εκπαίδευση για ενίσχυση της κοινωνικής κινητικότητας.