Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (σταθερές τιμές 2020), το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας στη μετα-μνημονιακή περίοδο 2019-2024 αυξήθηκε από 184,5 δισ. ευρώ το 2019 σε 201,5 δισ. το 2024 ενώ, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας η Ελλάδα έχει μόνο μερικώς καλύψει τις απώλειες της πρόσφατης κρίσης αφού την πενταετία 2019-2014 το ΑΕΠ ανά κάτοικο (σταθερές τιμές 2021 σε όρους ισοδύναμης αγοραστικής ισοτιμίας) αυξήθηκε κατά 12,5% και υπολείπεται σημαντικά τόσο του αντίστοιχου του 2007 όσο και αυτό του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Οι επενδύσεις σε ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου (τριμηνιαία στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, σταθερές τιμές 2020) έχουν μεταβληθεί συνολικά για την ίδια περίοδο κατά 11,8 δισ. ευρώ και από αυτή την αύξηση μόνο ένα ποσό τάξης των 5,5 δις ευρώ αφορά σε κεφάλαιο που κατευθύνεται παραγωγικές δραστηριότητες (Μεταφορικός εξοπλισμός, Εξοπλισμός Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνίας, Μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα, 14,6 δισ. ευρώ το 2024 έναντι 9,1 δισ. ευρώ το 2019). Αυτή η μικρή άνοδος των ιδιωτικών επενδύσεων εξηγείται αφενός από τη ραγδαία άνοδο των κατασκευών και αφετέρου από την αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ως απόρροια της αυξημένης εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι σε συνθήκες ανόδου των τιμών και αυξημένης κερδοφορίας οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να μην αναλαμβάνουν επενδυτικά σχέδια.
Εύλογα επομένως προκύπτει το κρίσιμο ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα, έχοντας πλέον αφήσει πίσω της τα χρόνια της ύφεσης, δεν ανακάμπτει στα προ κρίσης επίπεδα και γιατί αποκλίνει συστηματικά μέσο όρο της Ε.Ε-27; Γιατί η ελληνική οικονομία δεν ακολουθεί ένα μονοπάτι ανάπτυξης παρόμοιο με αυτό της περιόδου 1995-2007 όταν το ΑΕΠ ανά κάτοικο αυξήθηκε κατά περισσότερο από 50% και υπήρξε σημαντική σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό βρίσκεται αν ανατρέξει κάποιος στη σύγχρονη έρευνα της οικονομικής μεγέθυνσης και διαπιστώσει ότι η υπό όρους σύγκλιση (conditional convergence) είναι εφικτή μόνο μεταξύ χωρών που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά (θεσμοί, πολιτικές, ανθρώπινο κεφάλαιο και αποταμίευση). Υπό αυτή την προϋπόθεση, οι φτωχότερες οικονομίες θα αναπτυχθούν ταχύτερα από τις πλουσιότερες, καλύπτοντας τελικά την υστέρησή τους όσον αφορά τα επίπεδα του εισοδήματος ισορροπίας (1). Με άλλα λόγια, χώρες με διαφορετικά χαρακτηριστικά θα συγκλίνουν τελικά σε διαφορετικά επίπεδα εισοδήματος σταθερής κατάστασης (2).
Αν όμως κάποιος δοκιμάσει να κάνει μια διαχρονική σύγκριση των χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας θα διαπιστώσει μια άβολη αλήθεια. Η ελληνική οικονομία προϊόντος της κρίσης και της μετα-μνημονιακής περιόδου έχει υποχωρήσει σε κρίσιμους τομείς. Σύμφωνα με όλους τους διεθνώς αναγνωρισμένους δείκτες υπάρχει υστέρηση σε πεδία όπως η ταχεία απονομή δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στο Δημόσιο, το υψηλό ρυθμιστικό βάρος, το κόστος ενέργειας και η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις υψηλού εισοδήματος οικονομίες . Ο επόμενος Πίνακας είναι ενδεικτικός της υποχώρησης που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια σε κρίσιμους τομείς:

Όλα αυτά ενώ οι επιπτώσεις της δημογραφικής επιδείνωσης είναι ήδη ορατές στην ελληνική οικονομία. Η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα συνολικά έχει την ευθύνη μέσω της αποτελεσματικής υλοποίησης κατάλληλων και σωστά διαμορφωμένων μεταρρυθμίσεων να παρέχει τα σωστά κίνητρα διαμόρφωσης ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών οι οποίες θα οδηγούν σε αποφάσεις που εξασφαλίζουν μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη.
Η περίπτωση της Πορτογαλίας αποτελεί ένα χρήσιμο σημείο αναφοράς. Πρόκειται για μια χώρα με παρόμοια δημοσιονομική διαδρομή κατά την περίοδο της κρίσης, που ωστόσο κατόρθωσε, μέσω στοχευμένων μεταρρυθμίσεων και στρατηγικών επενδύσεων, να αναβαθμίσει το παραγωγικό της μοντέλο. Από το 2015 και μετά, η Πορτογαλία αύξησε δραστικά τις επενδύσεις σε τεχνολογία, εξαγωγικές υπηρεσίες και καθαρές μορφές ενέργειας, ενώ ενίσχυσε θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ ξεπερνά πλέον το 50%, έναντι μόλις 38% στην Ελλάδα (Eurostat, 2024), και ότι η Πορτογαλία κατατάσσεται υψηλότερα σε κρίσιμους δείκτες διακυβέρνησης και εκπαίδευσης. Η πορεία της δείχνει ότι η αλλαγή είναι εφικτή όταν η πολιτεία επιλέγει να λειτουργήσει στρατηγικά και με επιμονή.
Φανταστείτε μια Ελλάδα του 2035 όπου η Δικαιοσύνη απονέμεται με ταχύτητα και διαφάνεια, οι απόφοιτοι τεχνικών σχολών βρίσκουν δουλειές σε εξαγωγικές μεταποιητικές επιχειρήσεις, οι ΜμΕ επενδύουν στην πράσινη μετάβαση, και οι δημόσιοι πόροι κατευθύνονται όχι στην κατανάλωση αλλά στις υποδομές, την καινοτομία και την παραγωγή. Μια χώρα όπου το τουριστικό μοντέλο συνυπάρχει με ένα νέο υπόστρωμα τεχνολογικών start-ups με ικανότητα στην εύρεση κεφαλαίων (growth capital), εξαγωγών αγροδιατροφής, και βιομηχανίας μέσης έντασης γνώσης. Η μετάβαση δεν είναι ουτοπία — απαιτεί όμως ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα βασίζεται στην αξιοκρατία, στη μακροπρόθεσμη στρατηγική και σε θεσμούς που λειτουργούν.
Μόνο μέσα από ένα σαφές αναπτυξιακό σχέδιο οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα καταστούν βιώσιμες και θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν ένα ισχυρό σύστημα παροχής δημόσιων αγαθών και ένα πλήρες δίκτυο κοινωνικής προστασίας. Χρειάζεται συνεπώς βούληση και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για μια θεσμική επανάσταση αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τους περιορισμούς της οικονομίας. Η συστηματική αδράνεια της κυβέρνησης σε αυτό το ζήτημα είναι μεν εξηγήσιμη γιατί συνεπάγεται βραχυπρόθεσμα την ανάληψη πολιτικού κόστους ωστόσο προκαλεί εύλογα ερωτηματικά με την ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της Ελληνικής Οικονομίας.
Υποσημειώσεις:
- Επίπεδο εισοδήματος κατά την μακροχρόνια ισορροπία το οποίο είναι συγκεκριμένο για κάθε οικονομία και εξαρτάται από τα διαρθρωτικά της χαρακτηριστικά (fundamentals)
- Η έννοια της υπό όρους σύγκλισης συνδέεται στενά με το έργο των ακαδημαϊκών οικονομολόγων Robert Barro και Xavier Sala-i-Martin, οι οποίοι μελέτησαν τη σύγκλιση μεταξύ χωρών και περιφερειών, επεκτείνοντας το υπόδειγμα ανάπτυξης του Solow. Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε: Barro, R. J. (1991). Economic Growth in a Cross Section of Countries. The Quarterly Journal of Economics, 106(2), 407–443 και Barro, R. J., & Xavier Sala-i-Martin. (1992). Convergence. Journal of Political Economy, 100(2), 223–251.