Σε ομιλία του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, σε εκδήλωση του Ιδρύματος Fulbright στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, αναφέρθηκε στη σημασία της εκπαίδευσης για την οικονομική ανάπτυξη και τις κοινωνίες του μέλλοντος.
Όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας, «η εκπαίδευση και η οικονομία μετασχηματίζονται ταχέως σε παγκόσμιο επίπεδο, ως αποτέλεσμα κυρίως δύο παραγόντων. Ο πρώτος είναι η συνεχής ανάπτυξη της κοινωνίας/οικονομίας της γνώσης, η οποία έχει δημιουργήσει ισχυρά νέα κίνητρα, τόσο για τα άτομα, προκειμένου να αναπτύξουν τις ικανότητές τους μέσω της εκπαίδευσης, όσο και για τις επιχειρήσεις αλλά και τα κράτη, προκειμένου να συμβάλλουν στην προσπάθεια μετασχηματισμού της γνώσης σε καινοτομία και παραγωγικότητα. Ο δεύτερος είναι η επέλαση της ψηφιακής τεχνολογίας, της 4ης δηλαδή βιομηχανικής επανάστασης, η οποία ανέδειξε δύο κυρίαρχα ζητήματα: τις δεξιότητες που θα πρέπει να διαθέτουν οι νέοι, καθώς και τη σημασία της διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας».
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, από το 2008 μέχρι το 2013, σχεδόν 223.000 νέοι, μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας, ηλικίας 25-39 ετών έφυγαν από τη χώρα, αναζητώντας εργασία με καλύτερη αμοιβή και προοπτικές. Σωρευτικά, κατά το διάστημα 2008-2013, 427.000 μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας έφυγαν από τη χώρα, συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας.
Σχετικά με τη χώρα μας τόνισε ότι «η Ελλάδα είναι χώρα με χαμηλές επιδόσεις στις διεθνείς αξιολογήσεις για την εκπαίδευση. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ (PISA, 2015), οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών ήταν όχι μόνο μέτριες σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες (καταλαμβάνοντας την 32η θέση σε σύνολο 72 χωρών, ως προς τις φυσικές επιστήμες), αλλά και χαμηλότερες, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, στους τομείς της κατανόησης κειμένου (31η θέση), με μικρή μόνο άνοδο στα μαθηματικά (32η θέση). Συνολικά, η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με κατώτερη επίδοση από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Ο αντίλογος ορισμένων για τη σχετικά χαμηλή επίδοση της Ελλάδας στηρίζεται στο επιχείρημα ότι οι κοινωνίες και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα των χωρών που συμμετέχουν στην αξιολόγηση PISA διαφέρουν σημαντικά, όπως και οι μορφωτικές τους προτεραιότητες. Επίσης, αν και τα τελευταία χρόνια έχει γίνει προσπάθεια αλλαγής των προγραμμάτων σπουδών για να διευρυνθούν οι δεξιότητες που αποκτούν οι σπουδαστές, πολλές από αυτές τις δεξιότητες δεν αξιολογούνται, είτε στο σχολείο είτε σε πανεπιστημιακό επίπεδο.
Σήμερα, όμως, που είναι κατεξοχήν η εποχή της κοινωνίας και της οικονομίας της γνώσης, και το «τρίγωνο της γνώσης» (Εκπαίδευση - Έρευνα - Καινοτομία) αποτελεί το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας, η βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο θα πρέπει να αποτελεί τη βασική εκπαιδευτική πρόκληση. Εστιάζοντας τώρα στην οικονομία, ένα από τα βασικά κριτήρια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να είναι η ικανότητά της να εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας οικονομικής πραγματικότητας, που στηρίζεται όλο και περισσότερο στις προηγμένες δεξιότητες.
Η αγορά εργασίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ψηφιακής επανάστασης και της οικονομίας της γνώσης αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα. Για παράδειγμα, η τεχνολογική πρόοδος καταργεί τις θέσεις εργασίας που απαιτούν συνήθεις χειρωνακτικές και γνωστικές δεξιότητες, ενώ δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας που απαιτούν ψηφιακές δεξιότητες. Μια κλασσική περίπτωση είναι σήμερα η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες παγκοσμίως από τις πολύ μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας (tech-fin) που πειραματίζονται να διεισδύσουν σε τραπεζικές εργασίες.
Τα άτομα δεν αρκεί απλά να αναπτύξουν θεμελιώδεις δεξιότητες, όπως γλωσσικό γραμματισμό, αριθμητική και επίλυση προβλημάτων, αλλά χρειάζονται και συμπληρωματικές κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες και αξίες, όπως η δεκτικότητα σε νέες εμπειρίες, η προσαρμοστικότητα, η επικοινωνία και η ομαδικότητα. Η ανάγκη ενίσχυσης αυτών των προσωπικών δεξιοτήτων (soft-skills) τονίζεται και στην πρόσφατη μελέτη των Ernst & Young (EY)-ΟΠΑ-Endeavor. Αυτές οι δεξιότητες επιτρέπουν στους εργαζομένους να προσαρμόζονται στις καινοτομικές αλλαγές στην εργασία τους και να προοδεύουν μέσα από αυτές.
Έτσι, ένας από τους κύριους στόχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι να παρέχει και να αναπτύσσει τις δεξιότητες που απαιτούνται σήμερα στην αγορά εργασίας. Για την επίτευξη αυτής της αποστολής, τα συστήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οφείλουν να δίνουν στην οικονομία και την κοινωνία πτυχιούχους με ισχυρές τεχνικές, επαγγελματικές και ειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες, ανεξάρτητα από τον τομέα σπουδών τους.
Το πρόγραμμα σπουδών θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της μάθησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: σε κάθε τομέα σπουδών, ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα είναι ένα σημαντικό βήμα για την εξασφάλιση ότι οι φοιτητές αναπτύσσουν δεξιότητες που τους τοποθετούν με επιτυχία στην αγορά εργασίας. Ένα πρόγραμμα σπουδών που σχεδιάζεται από παιδαγωγούς εμπειρογνώμονες και που βασίζεται στην εισροή πληροφόρησης από τους κοινωνικούς εταίρους έχει αυξημένες πιθανότητες να οδηγήσει σε ισχυρά αποτελέσματα σε όρους παραγωγικότητας της εργασίας. Παράλληλα, ένα ευρύ πρόγραμμα σπουδών δίνει τη δυνατότητα στους φοιτητές να έρθουν σε επαφή με μεγάλο φάσμα γνωστικού περιεχομένου καθώς και με διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Αυτό συμβάλλει άμεσα στην καινοτομία, μέσω της ενίσχυσης της ικανότητας σύνδεσης διαφορετικών συστημάτων γνώσης.
Εν κατακλείδι, δεδομένης της διαρκώς διευρυνόμενης χρήσης επιστημονικών γνώσεων για τη σχεδίαση και λειτουργία των σύγχρονων μέσων παραγωγής, είναι προφανές ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της εργασίας θα καθορίζεται ολοένα και περισσότερο από τη δυνατότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και γενικά της κοινωνίας να προσφέρει στους εργαζομένους βαθιά και πολύπλευρη μόρφωση, θεμελιώδεις και σφαιρικές γνώσεις, αλλά και ευρεία καλλιέργεια των διανοητικών τους ικανοτήτων».