Η λειψυδρία και ο αυξημένος κίνδυνος που παρουσιάζουν κράτη της ΝΑ Ευρώπης όπως είναι η Ελλάδα λόγω της αυξανόμενης ξηρασίας και των παρατεταμένα υψηλών θερμοκρασιών βρίσκεται στο επίκεντρο των ζητημάτων που χαρακτηρίζονται ως επείγοντα τόσο από την Κομισιόν όσο και από την ΕΚΤ και τον FAO.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κρίση των υδάτων συνεχίζει να επηρεάζει δυσανάλογα τις πιο ευάλωτες κοινότητες. Στην Ευρώπη, μόνο το 39,5% των επιφανειακών υδάτινων σωμάτων θεωρούνται ότι βρίσκονται σε καλή οικολογική κατάσταση, ενώ μόνο το 26,8% επιτυγχάνουν καλή χημική κατάσταση, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ταυτόχρονα, η υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων επιβραδύνει την ανάπτυξη και οδηγεί σε οικονομική αστάθεια. Η κρίση του νερού, η φυσική αντιπλημμυρική προστασία και η ποιότητα του νερού συνιστούν τις βασικότερες προκλήσεις ενώ η λειψυδρία από μόνη της θέτει σχεδόν το 15% της οικονομικής παραγωγής της ζώνης του ευρώ σε κίνδυνο, σύμφωνα με την ΕΚΤ.
Εν μέσω της εντεινόμενης ανησυχίας για τα αποθέματα νερού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να παρουσιάσει το πρώτο της ολοκληρωμένο σχέδιο για την καταπολέμηση της λειψυδρίας σε ολόκληρη την ΕΕ, καλώντας τα κράτη μέλη να μειώσουν την κατανάλωση νερού κατά τουλάχιστον 10% έως το 2030. Στο ίδιο πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων φέρεται να προετοιμάζει ένα πρόγραμμα δανείων και εγγυήσεων ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα καλύπτει την περίοδο 2025 - 2027.
Λειψυδρία: Οι προεκτάσεις στην οικονομία
Η διαθεσιμότητα καθαρού πόσιμου νερού και η διασφάλιση της δημόσιας υγείας αποτελεί μεν την πιο βασική πρόκληση στην κρίση του νερού αλλά εξίσου σημαντικό είναι και το ζήτημα της επίδρασης της λειψυδρίας στην οικονομία.
Σε σχετική ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αναφέρεται ότι οι συνέπειες των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως η κατάληψη γης, η ρύπανση, η κλιματική αλλαγή, η εισαγωγή χωροκατακτητικών ειδών και η υπεραλίευση, υπονομεύουν τα οικοσυστήματα. Αυτό συμβαίνει μέσω της χρόνιας, μακροπρόθεσμης υποβάθμισης των υδάτινων αποθεμάτων και των ακραίων κλιματικών συνθηκών που βαίνουν εντεινόμενες.
Η έρευνα της ΕΚΤ δείχνει ότι το 72% των επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις υπηρεσίες παροχής νερού του οικοσυστήματος. Οι ίδιες εταιρείες αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα του συνόλου των εταιρικών τραπεζικών δανείων στην περιοχή, γεγονός που τις καθιστά κρίσιμο κρίκο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η υποβάθμιση των επιφανειακών υδάτων είναι ο σημαντικότερος κίνδυνος για την οικονομία της ζώνης του ευρώ, όπως δείχνουν τα ευρήματα. Σε μια ακραία αλλά εύλογη ξηρασία με περίοδο επιστροφής 25 ετών, σχεδόν το 15% της οικονομικής παραγωγής θα κινδύνευε. Αυτό προκαλείται από την έλλειψη νερού που προέρχεται από ποτάμια, λίμνες, ταμιευτήρες και ανώτερα στρώματα του εδάφους και ενισχύεται από τις επίμονες συνθήκες ξηρασίας, την υπερβολική άντληση και τη μη βιώσιμη κατανάλωση.
Οποιαδήποτε πίεση στους υδάτινους πόρους μπορεί να έχει κλιμακωτές επιπτώσεις σε πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, τα ξηρά εδάφη μειώνουν τις γεωργικές αποδόσεις ενώ η λειψυδρία επηρεάζει την παραγωγή διαταράσσοντας τις λειτουργίες και αυξάνοντας το κόστος. Ομοίως, η υποβάθμιση της στάθμης στα ποτάμια μειώνει τις εισροές υδροηλεκτρικής ενέργειας, περιορίζει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και εμποδίζει τη ναυτιλιακή δραστηριότητα.
Πέρα από τον άμεσο οικονομικό αντίκτυπό της, η λειψυδρία μπορεί επίσης να υπονομεύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα: μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα οι επιχειρήσεις να μην μπορούν να πληρώσουν τα δάνειά τους, κάτι το οποίο με τη σειρά του ενισχύει τα δανειακά ανοίγματα των τραπεζών.
Για το λόγο αυτό, αναλύθηκαν και τα δάνεια 2.500 τραπεζών της ζώνης του ευρώ που χορηγήθηκαν σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις σε κλαδικό επίπεδο. Διαπιστώθηκε ότι περισσότερο από το 34% του συνολικού εκκρεμούς ονομαστικού τους ποσού – δηλαδή πάνω από 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ – αφορά επί του παρόντος σε τομείς που εκτίθενται σε υψηλό κίνδυνο λειψυδρίας.
Στο χαρτοφυλάκιο των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, η μεταποίηση αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσοστό έκθεσης σε κίνδυνο, ακολουθούμενη από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, τα ακίνητα, τις κατασκευές και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Από την άλλη, η παροχή υπόγειων υδάτων δέχεται επίσης εκτεταμένη πίεση από την άντληση και τη ρύπανση. Οι φυσικές, αδιατάρακτες πλημμυρικές πεδιάδες συρρικνώνονται, με συνέπεια λιγότερη έκταση να είναι διαθέσιμη για την απορρόφηση του νερού και την προστασία από τις πλημμύρες.
Η χαμηλή ποιότητα του νερού θα μπορούσε να θολώσει τις οικονομικές προοπτικές, καθώς τα ύδατα και τα υδάτινα οικοσυστήματα της Ευρώπης εξακολουθούν να επηρεάζονται σοβαρά από τις χημικές ουσίες.
Οι μειώσεις στη μετρημένη ή αντιληπτή ποιότητα του νερού έχουν ήδη οδηγήσει σε απότομη μείωση της επισκεψιμότητας για λόγους αναψυχής στις πληγείσες περιοχές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οικονομικές ζημίες που ξεπερνούν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Η ΕΚΤ δεν είναι η μόνη που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Πριν από λίγες ημέρες, ο Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), QU Dongyu, μιλώντας στην 5η Διεθνή Διάσκεψη για το νερό που πραγματοποιήθηκε στη Βαγδάτη, δήλωσε ότι ο κόσμος πρέπει να δράσει με ταχύτητα και αποφασιστικότητα για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη απειλή της λειψυδρίας και των κλιματικών σοκ.
Όπως ανέφεραν εμπειρογνώμονες και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, σε παγκόσμιο επίπεδο, το νερό δέχεται εντεινόμενη πίεση από την αυξανόμενη ζήτηση, την ξηρασία και τα ανταγωνιστικά συμφέροντα.
Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του FAO, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο να διασφαλιστεί ότι οι τεχνολογίες νερού είναι προσιτές και προσβάσιμες. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει επίσης να ενισχύσουν τις τοπικές δράσεις και να ενδυναμώσουν τους αγρότες, ιδίως τους νέους και τις γυναίκες. Ταυτόχρονα, υπάρχει ανάγκη να κλιμακωθεί η στρατηγική που ξεκινά από την έξυπνη άρδευση έως τη βιώσιμη ενέργεια μέσω προγραμμάτων κατάρτισης.