Σε διαφορετικά επίπεδα, με διαφορετικές θεματολογίες και σε παράλληλους χρόνους εξελίσσεται η διαπραγμάτευση κυβέρνησης και Θεσμών γεγονός που δυσκολεύει τις συζητήσεις μεταξύ των εμπλεκομένων.
Αν και οι τακτικοί συνομιλητές των Θεσμών είναι ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτριος Λιάκος η μεταξύ τους επικοινωνία δεν είναι διαρκής και συντονισμένη.
Αυτή την εντύπωση έχουν αποκομίσει οι ίδιοι εκπρόσωποι των Θεσμών που διαπιστώνουν πως πολύ συχνά σε θέματα αρμοδιότητας τους οι κ.κ. Τσακαλώτος, Χουλιαράκης και Λιάκος δεν διευκολύνουν τις συζητήσεις με την ταχεία οριστικοποίηση θεμάτων και αφήνουν εκκρεμότητες παραπέμποντας στο Μέγαρο Μαξίμου και στον πρωθυπουργό.
Σε κάθε περίπτωση και η θεματολογία των συζητήσεων δεν είναι ομοιογενής. Αν και η συζήτηση τις τελευταίες 20 ημέρες έχει επικεντρωθεί στα μέτρα που αποτελούν «προαπαιτούμενα» για να μετάσχει χρηματοδοτικά το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα έχουν παραγκωνιστεί τα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης τα οποία εν πολλοίς έχουν περιγραφεί στο προσχέδιο του Συμπληρωματικού Μνημονίου (Supplemental MoU) του Νοεμβρίου.
Οι παρεμβάσεις αυτές επικεντρώνουν σε δεκάδες θέματα. Ενδεικτικά στην αναθεώρηση της φορολογίας και στη διεύρυνση της φορολογικής βάση,ς όσο και στην αύξηση των εσόδων από τις οφειλές προς το Δημόσιο. Ενδεικτικά η κυβέρνηση με το νέο Μνημόνιο δεσμεύεται να επανεξετάσει τη φορολογική νομοθεσία και όλες τις εξαιρέσεις και τις φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις, με στόχο την κατάργηση όσων κρίνονται αναποτελεσματικές (οι φοροαπαλλαγές προς τα φυσικά πρόσωπα και ειδικά το αφορολόγητο τους δεν αναφέρονται ρητά στο προσχέδιο του MoU).
Στην ίδια βάση δεσμεύεται να επανεξετάσει την προνομιακή φορολογική μεταχείριση της ναυτιλιακής κοινότητας, σε συνάρτηση με τους σχετικούς δείκτες της Ε.Ε και να επεκτείνει την εθελοντική εισφορά της ναυτιλιακής κοινότητας και το 2018.
Το υπουργείο Οικονομικών αναλαμβάνει να αξιολογήσει τη μεταρρύθμιση του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, περιλαμβανομένων των μέτρων για τους πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων, αλλά και να επιφέρει αλλαγές στη φορολογία που διέπει τις συγχωνεύσεις και εξαγορές.
Στην ίδια βάση η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται να ολοκληρώσει τη μελέτη σχετικά με ενδεχόμενη αύξηση του ορίου των 25.000 ευρώ για την ένταξη σε καθεστώς ΦΠΑ, ενώ έως το Μάρτιο του 2017 καλείται να ψηφίσει νομοθεσία αναφορικά με την επιτάχυνση των διαδικασιών εγγραφής και διαγραφής από το μητρώο ΦΠΑ.
Η εφαρμογή των ανωτέρω παρεμβάσεων έχει προχωρήσει -κατά την κυβερνητική παραδοχή- κατά 35% και υπολείπεται ένα ακόμη 65%.
Σε σχέση με τις συζητήσεις που θα επιτρέψουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αυτές σχετίζονται με την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού του 2018 ύψους 700 εκατ. ευρώ, με τα μέτρα για την κάλυψη των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2019 και με τις παρεμβάσεις σε εργασιακά και ενέργεια.
Το ΔΝΤ έχει αποσαφηνίσει πως «σε περίπτωση που η Ελλάδα επιλέξει να στοχεύσει σε ένα υψηλότερο πλεόνασμα σε μέσα επίπεδα αυτό θα πρέπει να υποστηρίζεται από αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμοστούν όταν το παραγωγικό κενό κλείσει, για να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις για την οικονομική ανάκαμψη».
Αν και αυτές οι αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις είναι το «μήλον της έριδος» δεν είναι ωστόσο και ο αποκλειστικός λόγος που καθυστερεί η δεύτερη αξιολόγηση.