Μίνι κρίση προκλήθηκε σήμερα με το ζήτημα του φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων, λόγω της πρωτοβουλίας του υπουργείου Οικονομικών να εγγράψει στον Προϋπολογισμό 2017 έσοδο 24 εκατ. ευρώ από την εν λόγω πηγή.
Υπενθυμίζεται ότι ο φόρος υπεραξίας ακινήτων θεσπίστηκε το 2013 και λόγω πολλών τεχνικών προβλημάτων που καθιστούσαν αδύνατη την εφαρμογή του ανεστάλη έως το τέλος του 2016.
Αν και η διαβεβαίωση που είχε δώσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης το προηγούμενο διάστημα ήταν πως θα κατατεθεί άμεσα στη Βουλή ρύθμιση με την οποία θα αναστέλλεται για ένα ακόμα χρόνο η επιβολή φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων, δηλαδή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, αντί αυτής ήλθε στη Βουλή η εισηγητική του Προϋπολογισμού 2017 που προβλέπει εισπράξεις 24 εκατ. ευρώ από το φόρο.
Στις ερωτήσεις δημοσιογράφων για το θέμα πηγές του υπουργείου Οικονομικών τόνιζαν σήμερα πως η εγγραφή του ποσού αυτού στον κωδικό του Προϋπολογισμού έγινε υποχρεωτικά, καθώς δεν έχει ψηφισθεί η διάταξη αναστολής του φόρου. Καθησύχαζαν δε πως αυτό θα συμβεί στο αμέσως επόμενο διάστημα και πως καμία μεταβίβαση μέσα στο 2017 δεν θα επιβαρυνθεί με φόρο υπεραξίας.
Τι προβλέπει η υπό αναστολή νομοθεσία
Ειδικότερα ο νόμος του 2013 προβλέπει τα εξής για το φόρο υπεραξίας:
- Απαλλάσσονται πλήρως από το φόρο υπεραξίας τα ακίνητα που αποκτήθηκαν έως και 31/12/1994. Επίσης στην πράξη απαλλάσσονται και όλα τα ακίνητα που αποκτήθηκαν από το 2007 και μετά, όταν αυτά πωλούνται σε τιμή ίση ή μικρότερη της αντικειμενικής, εφόσον οι αντικειμενικές αξίες από το 2007 παραμένουν αμετάβλητες μέχρι σήμερα.
- Η τιμή πώλησης είναι αυτή που θα δηλωθεί από τους συμβαλλόμενους στο πωλητήριο συμβόλαιο. Η τιμή κτήσης είναι η αναγραφόμενη στο συμβόλαιο απόκτησης του ακινήτου, ενώ επί κληρονομιών, δωρεών κτλ η τιμή κτήσης είναι η αξία πάνω στην οποία υπολογίστηκε ο σχετικός φόρος.
- Για τα ακίνητα που δεν προκύπτει η τιμή κτήσης, η τιμή πώλησης αποπληθωρίζεται με βάση το δείκτη τιμών κατοικιών των ετών που διακρατήθηκε και ο οποίος δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
-Το ποσό της «υπεραξίας» που προκύπτει από τη διαφορά της τιμής κτήσης με την τιμή πώλησης απομειώνεται σε ποσοστό έως και 40%. Ειδικά για τα ακίνητα που αποκτήθηκαν από το 1995 έως και το 2002 το ποσοστό απομείωσης προσαυξάνεται κατά 20% ακόμη. Η διαφορά που προκύπτει, μετά από την απομείωση, ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου, φορολογείται με συντελεστή 15%.
- Στις περιπτώσεις χρησικτησίας που συμπληρώθηκε προ της 31.12.1994, ως τιμή κτήσης θεωρείται αυτή της 1.1.1995.
-Από το ποσό της υπεραξίας που προκύπτει, αφαιρούνται 25.000 ευρώ, και φορολογείται το υπόλοιπο ποσό, με την προϋπόθεση ότι το ακίνητο διακρατήθηκε τουλάχιστον επί πέντε έτη.