Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την Πέμπτη ίσως αποδειχθεί από τις δυσκολότερες στην σχετικά σύντομη ιστορία της.
Οι πιέσεις από το Βερολίνο είναι σαφείς, η αύξηση των επιτοκίων πρέπει να είναι τουλάχιστον μισή μονάδα και όχι 0,25% όπως αναμένει η αγορά.
Οι πιέσεις αυτές φθάνουν στην ΕΚΤ από μία οικονομία (την γερμανική) που ήδη βιώνει αύξηση τιμών παραγωγού στο 30% και του δείκτη τιμών καταναλωτή στο 8%, σε συνθήκες εμπορικού ελλείμματος (Μάιος) για πρώτη φορά εδώ και 30 χρόνια, από την ενοποίηση με την Ανατολική Γερμανία, παρά την ραγδαία διολίσθηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ ως προς το δολάριο...
Μία τέτοια απόφαση βέβαια θα οδηγήσει σε ασφυκτική πίεση τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους της Ιταλίας, της Ισπανίας, αλλά και στις άλλες υπερχρεωμένες οικονομίες, μαζί και την Ελλάδα.
Ταυτόχρονα όμως μια τέτοια απόφαση θα επιδεινώσει τις προβλέψεις για την ύφεση στην Ευρωζώνη, η οποία ήδη κινείται στην κατεύθυνση αυτή, εξ αιτίας της ενεργειακής κρίσης και των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία.
Η «προσθήκη» μιας ισχυρής αύξησης των επιτοκίων ισοδυναμεί με ένα βίαιο «πάτημα του κεφαλιού κάτω από την επιφάνεια του νερού» για την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη, με συνέπειες που η Κομισιόν προσπαθεί να παρουσιάσει ως όχι ιδιαίτερα... καταστροφικές.
Η «αόρατη» απειλή στο τραπεζικό σύστημα
Η αλήθεια είναι περισσότερο σύνθετη και επικίνδυνη από όσο φαίνεται όσον αφορά τις συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων.
Η κ. Λαγκάρντ είναι υποχρεωμένη πριν αποφασίσει το πώς και πόσο της αύξησης των επιτοκίων στην Ευρώπη, να λάβει υπ' όψη της το γεγονός ότι στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, η Fed συζητά ακόμα και το ενδεχόμενο μιας αύξησης των επιτοκίων της κατά μία ολόκληρη μονάδα...
Ήδη βασικά στελέχη της νομισματικής επιτροπής της Fed (FOMC) εκτιμούν ότι τα αμερικάνικα επιτόκια στο τέλος του έτους θα πρέπει να έχουν μετακινηθεί από το 1,75% που είναι σήμερα, στο 3,5% - 4%. Με άλλα λόγια μια διαφορά αποδόσεων κεφαλαίων πάνω από τις δύο μονάδες...
Η σύγκριση είναι συντριπτική για το ευρώ το οποίο μέχρι στιγμής λειτουργεί ως μια κερκόπορτα των πληθωριστικών πιέσεων για την Ευρωζώνη καθώς το ευρώ έχει υποτιμηθεί μέσα σε ένα χρόνο 20% έναντι του δολαρίου...
Μπορεί η ΕΚΤ να ακολουθήσει ένα τέτοιο ρυθμό για να εμποδίσει μια εντατικοποίηση της εξόδου κεφαλαίων από την Ευρωζώνη;
Αναμφίβολα όχι καθώς η ΕΚΤ πρέπει για κάθε εκατοστό της μονάδας που θα αυξήσει τα επιτόκια στην Ευρώπη, να εξασφαλίζει την ακεραιότητα του ευρωπαϊκού συστήματος απέναντι στον «κατακερματισμό» της αξίας των ευρωπαϊκών ομολόγων.
Η απειλή των repo στο τραπεζικό σύστημα
Μέχρι σήμερα αυτή η «ακεραιότητα» είχε διασφαλισθεί με τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ και βέβαια τα συγκοινωνούντα δοχεία του Target 2 μέσω του οποίου, ό,τι έλλειπε σε ρευστότητα στην Ιταλία ή στην Ελλάδα μπορούσε να το καλύψει η κατά τόπους εθνική Κεντρική Τράπεζα με μεταφορά από τις άλλες πλεονασματικές, όπως πχ. την Bundesbank.
Μπορεί αυτό να συνεχισθεί αν η ΕΚΤ αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια με ρυθμούς που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ανάσχεσης του πληθωρισμού;
Η απάντηση είναι σαφώς όχι, αν αναλογισθεί κανείς το τι έχει μεσολαβήσει στο μεταξύ στο εσωτερικό του Target 2 σε συνάρτηση με το πως έχει διαμορφωθεί η σύνθεση της τεράστιας αγοράς repo με τις εμπορικές τράπεζες.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία – Ιούνιος έτος 2021 – από την Διεθνή Ένωση Κεφαλαιαγορών η αγορά repo του ευρώ έχει εκτιναχθεί στα 8,7 τρισ.
Μπορεί να φαντασθεί κανείς τις συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων στο τραπεζικό σύστημα από την αναδιάρθρωση αυτού του «παγόβουνου» που κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα;
Αναμφίβολα τα στοιχεία του SSM λένε ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών έχει ενισχυθεί σημαντικά για να αντιμετωπίσει «θύελλες».
Πόσο μπορεί όμως να αντέξει την συντριπτική συμπίεση που θα επιφέρει η ραγδαία αύξηση των αποδόσεων μετά τις αποφάσεις της ΕΚΤ;
Ιδιαίτερα δε σε μία αγορά όπου τα ομόλογα του ιδιωτικού τομέα αποτελούν ένα «άνοιγμα» των τραπεζικών χαρτοφυλακίων που σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει το 25% - 30% του συνόλου...
Ήδη οι «ζημιές» στις αποτιμήσεις μέσα στο τελευταίο δωδεκάμηνο μετρούνται σε εκατοντάδες δισ. ευρώ.
Και αυτό πριν καν αρχίσει η περεταίρω διολίσθηση λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Πώς θα το διαχειριστούν αυτό οι κεντρικές τράπεζες, ειδικά σε οικονομίες όπως η ιταλική στης οποίας το αρνητικό ισοζύγιο της Κεντρικής Τράπεζας έχει εκτιναχθεί μέσα στο Target 2, από τα 440 στα 597 δισ. ευρώ. Ή ακόμα και της «μικρής» Ελλάδας που έχει υπερτριπλασιασθεί από τα 25 δισ, το 2019 στα 106 δισ. ευρώ;
Μέσα σ' αυτό το τοπίο οι αποφάσεις της ΕΚΤ την Πέμπτη πέρα από δύσκολες, μπορούν να αποβούν καθοριστικές για την τύχη του ευρώ και της Ευρωζώνης μέσα στο 2022.