Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την αίτηση εγγραφής του όρου «Αγκινάρα Ιρίων» στο μητρώο των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων (ΠΓΙ). Η «Αγκινάρα Ιρίων» έχει πολύ γλυκιά γεύση και παράγεται στην περιοχή του Ναυπλίου στην Πελοπόννησο. Το έδαφος της εν λόγω περιοχής ευνοεί την καλλιέργεια της αγκινάρας αυτής, η οποία έχει εξαιρετική φήμη σε ολόκληρη τη χώρα και αποτελεί βασικό συστατικό πολλών τοπικών παραδοσιακών συνταγών.
Η εν λόγω νέα ονομασία θα προστεθεί στα περισσότερα από τα 1430 ήδη προστατευόμενα προϊόντα, ο κατάλογος των οποίων διατίθεται στη βάση δεδομένων DOOR. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. επίσης τις σελίδες σχετικά με την πολιτική ποιότητας.
Η αγκινάρα (Cynara cardunculus) είναι πολυετές λαχανικό της οικογένείας των Αστεροειδών (Asteraceae). Αναπτύσσεται σε σχήμα θάμνου, ύψους περίπου 1,5 μ. Είναι φυτό ιθαγενές της Αφρικής, καλλιεργείται, όμως, σε πολλά μέρη του σύγχρονου κόσμου σε θέσεις προφυλαγμένες από το δυνατό ψύχος και εδάφη χωρίς πολλή υγρασία. Η ρίζα της αγκινάρας είναι πασσαλώδης και προχωρεί βαθιά στο έδαφος.Τα φύλλα της είναι μεγάλα με βαθιές σχισμές , χρώμα γκριζωπό στο κάτω μέρος και το στέλεχός της είναι μακρύ με διακλαδώσεις.
Πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες κατά την άνοιξη ή το φθινόπωρο ενώ ο βλαστός της ξεραίνεται το καλοκαίρι.
Από το φυτό χρησιμοποιείται στη μαγειρική το άνθος, που έχει σχήμα σφαιρικό, λίγο μακρύ και σαρκώδες. Μαγειρεύεται αφού καθαριστεί από τα πέταλα και το χνούδι, ενώ στα Ίρια και στην Κρήτη τρώγεται και ωμή με λεμόνι, πολύ νόστιμη και "ειδικός" μεζές για τσικουδιά.
Τα εξωτερικά πέταλα του άνθους καταλήγουν σε αγκαθωτή άκρη και είναι σκληρά, μπορούν δε να χρησιμοποιηθούν και για τροφή των ζώων.
Η αγκινάρα είναι πλούσια σε βιταμίνες Α, Β1, Β2, νιασίνη και C.[2] Στην Ελλάδα καλλιεργείται στην Αργολίδα ιδιαίτερα στα Ιρια και την Κάντια, Κρήτη (όπου βρίσκουμε κυρίως την "άγρια" αγκινάρα με μεγάλα αγκάθια στα πέταλα), Λακωνία, Κέρκυρα, Ηλεία και αλλού, ενώ καλλιεργείται σε όλες σχεδόν τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, την Βρετανία και την Γαλλία.