Μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 62% προβλέπουν οι αναθεωρημένοι στόχοι που κατέθεσαν οι συστημικές τράπεζες πριν από λίγες ημέρες στην ΕΚΤ, δεσμευόμενες να «ρίξουν» το δυσθεώρητο υπόλοιπο των NPEs στα 34,1 δισ. ευρώ, από 81,2 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνει η Έκθεση του Διοικητή για το 2018, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, η μεγαλύτερη μείωση αναμένεται να προέλθει από τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια με έμφαση σε εκείνα προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. «Οι τράπεζες φαίνεται να εντείνουν τις προσπάθειές τους στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο υπολειπόταν σε επιδόσεις μείωσης συγκριτικά με το καταναλωτικό αλλά και το επιχειρηματικό, όπου έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σημαντικές πωλήσεις χαρτοφυλακίων και εκτεταμένες διαγραφές», αναφέρει η Έκθεση.
Όπως αποκαλύπτει, επίσης, οι ελληνικές τράπεζες δεσμεύτηκαν έναντι του SSM να περιορίσουν τον λόγο των NPEs στο 20% σε βάθος τριετίας, σύμφωνα με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους σήμερα. Στην Έκθεση επισημαίνεται ότι «το ποσοστό αυτό είναι αρκετά χαμηλότερο από το σημερινό επίπεδο, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ που κυμαίνεται στο 3,4%, σύμφωνα με στοιχεία Σεπτεμβρίου 2018».
Σημειώνεται δε ότι το Υπουργείο Οικονομικών προωθεί δύο σχέδια ταχύτερης εξυγίανσης του κλάδου, το APS (σχέδιο TΧΣ) και την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας έκανε ιδιαίτερη αναφορά σήμερα κατά την ομιλία του στην έναρξη της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης της ΤτΕ. Προκειμένου να μειωθούν σε βιώσιμα επίπεδα τα κόκκινα δάνεια, παράλληλα με τις προσπάθειες των τραπεζών θα πρέπει οι ελληνικές αρχές να καταλήξουν σε νέα, πιο συστημικά εργαλεία, τα οποία θα λειτουργούν συμπληρωματικά, είπε.
Τονίζεται, βέβαια, ότι ο στόχος αυτός είναι σαφώς πιο φιλόδοξος από την προηγούμενη στοχοθεσία, η οποία προέβλεπε μείωση των κόκκινων δανείων κατά 40% το ίδιο διάστημα. Όπως εξηγεί η ΤτΕ, η πιο φιλόδοξη στοχοθεσία σχετίζεται τόσο με την αναμενόμενη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών, όπως οι βελτωμένες εκτιμήσεις για την πορεία των τιμών των ακινήτων, όσο και με το πιο ευνοϊκό θεσμικό περιβάλλον για τη διαχείριση των NPEs που έχει διαμορφωθεί μετά την άρση αρκετών σχετικών εμποδίων, όπως ενδεικτικά η ταχύτερη διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων, η επιτάχυνση πλειστηριασμών κ.ά.
Μέσα από πωλήσεις θα επιτευχθούν οι στόχοι
Όπως διευκρινίζεται στην Έκθεση, οι τράπεζες προβλέπουν ότι η μεγαλύτερη μείωση θα προέλθει από τις πωλήσεις δανείων, καθώς και από τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και τις διαγραφές δανείων. «Παρατηρείται επίσης ότι, σε σχέση με την προηγούμενη στοχοθεσία, οι τράπεζες μεταθέτουν το βάρος της μείωσης των NPEs στις πωλήσεις, όπου στοχεύουν σε σημαντική αύξηση, συγκριτικά με τις ρευστοποιήσεις οι οποίες έχουν αναθεωρηθεί σε χαμηλότερο επίπεδο. Στη διαφοροποίηση της στρατηγικής των τραπεζών έχει συμβάλει μεταξύ άλλων και η ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς μέσω της αδειοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος σημαντικού αριθμού εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η ΤτΕ προειδοποιεί, πάντως, ότι η θετική επίδραση από το «πρασίνισμα» των NPEs αναμένεται να αντισταθμιστεί από τη δημιουργία νέων επισφαλών δανείων. Αυτά στην πλειονότητά τους, σημειώνει η ΤτΕ, αφορούν δάνεια που έχουν ρυθμιστεί στο παρελθόν αλλά δεν εξυπηρετήθηκαν τελικώς.
Εκπληρώθηκαν οι στόχοι του 2018
Εντός των στόχων κυμαίνονται οι επιδόσεις των τραπεζών, σύμφωνα με τα στοιχεία για το πρώτο εννεάμηνο του 2018. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2018, ο στόχος για τα NPEs ξεπεράστηκε κατά 2 δισ. ευρώ (84,7 δισ. ευρώ). Ταυτόχρονα, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν και το στόχο για τα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, τα οποία διαμορφώθηκαν κατά 1 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό-στόχο.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία Δεκεμβρίου 2018, η αρνητική απόκλιση του επιπέδου των NPEs από το στόχο που είχε τεθεί για την περίοδο οφείλεται σε τεχνικό θέμα, καθώς δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η εποπτική αποαναγνώριση δανείων των οποίων όμως η πώληση έχει πραγματοποιηθεί. Η αποαναγνώριση θα ολοκληρωθεί με την αναγνώριση της σημαντικής μεταφοράς κινδύνου από την εποπτική αρχή, αναφέρεται.