Τεράστια ευκαιρία μπορεί να αποτελέσει για την ελληνική οικονομία η περαιτέρω ανάπτυξη της εκθεσιακής βιομηχανίας, μέσω της χάραξης σχετικής εθνικής στρατηγικής και της αύξησης της χωρητικότητας των εκθεσιακών χώρων, όπως επισημαίνει, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο CEO της Παγκόσμιας Ένωσης Εκθέσεων (UFI), Chris Skeith, OBE. «Η Ελλάδα έχει εξαιρετικές μεταφορικές συνδέσεις και πιστεύω πως σίγουρα πρέπει να εξεταστεί η διαμόρφωση περισσότερων ευκαιριών για εκθέσεις, μέσω της δημιουργίας περισσότερου εκθεσιακού χώρου. Αν όλο αυτό ενταχθεί σε μια εθνική στρατηγική, τότε θα αποτελεί ένα πολύ ασφαλές στοίχημα για την ελληνική βιομηχανία και την εκθεσιακή βιομηχανία, ώστε να αναπτυχθεί και να ευημερήσει» προσθέτει ο κ.Skeith, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη με αφορμή το πανευρωπαϊκό συνέδριο του φορέα, το οποίο έφερε στην πόλη πάνω από 350 στελέχη της εκθεσιακής βιομηχανίας, από τη Σαγκάη μέχρι τη Νέα Υόρκη κι από τη Φραγκφούρτη ώς το Κάιρο.
Στο ερώτημα αν είχε την ευκαιρία να ενημερωθεί για την ανάπλαση του εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου της ΔΕΘ-Helexpo AE στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, απαντά πως το πρότζεκτ τού άρεσε και προσθέτει πως «αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι σπάνια βρίσκεις (εκθεσιακό κέντρο) σε μια τόσο προνομιακή τοποθεσία, από όπου μπορείς να πας περπατώντας παντού. Και είναι πολύ έξυπνο να επενδύεις ξανά σε αυτό το σημείο, να δημιουργείς περισσότερο χώρο και να αναβαθμίζεις κάποιες από τις εγκαταστάσεις που υπάρχουν εδώ και σχεδόν 100 χρόνια» και έχουν βοηθήσει ολόκληρο το οικοσύστημα. «Οπότε, θεωρώ ότι η διατήρηση αυτού του χώρου είναι ζωτικής σημασίας και η επένδυση σε υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις για τους διοργανωτές, τους εκθέτες και τους επισκέπτες είναι πολύ σημαντική για την επιτυχία στο μέλλον» συμπληρώνει ο κ.Skieth.
Πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο τα έσοδα των εκθέσεων στην Ελλάδα
Aναφερόμενος στην ελληνική αγορά εκθέσεων, τη χαρακτηρίζει ως ώριμη και εξαιρετικά δυνατή και προσθέτει ότι ήταν η ταχύτερα ανακάμπτουσα αγορά στην Ευρώπη έπειτα από την πανδημία και η δεύτερη παγκοσμίως, μετά την Ινδία. Παράλληλα, το Βαρόμετρο της UFI για το 2024 έδειξε ότι η Ελλάδα «πούλησε πέρυσι» 4% περισσότερο καθαρό εκθεσιακό χώρο σε τετραγωνικά μέτρα σε σχέση με το 2019, ενώ τα έσοδα της ελληνικής εκθεσιακής βιομηχανίας εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 25% το 2025 (πρόβλεψη), σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, έναντι παγκόσμιου μέσου όρου 18%. «Άρα, παρουσιάζετε αύξηση εσόδων περίπου 7% υψηλότερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο» λέει.
Ερωτηθείς ποια χαρακτηριστικά θα μπορούσε να έχει μια εθνική στρατηγική για τις εκθέσεις στην Ελλάδα, απαντά: «Θα μπορούσατε, για παράδειγμα, να επιλέξετε κάποιες βασικές αγορές, στις οποίες θέλετε να είσαστε διεθνώς αναγνωρίσιμοι. Παραδοσιακά, η Ελλάδα είναι γνωστή για τον τουρισμό. Άρα, (θα μπορούσατε να επενδύσετε σε περισσότερες) εκθέσεις στον τουριστικό τομέα, στα τρόφιμα και ποτά, αλλά και στις κατασκευές και στη ναυτιλία. Επιπλέον, υπάρχουν νέοι ανερχόμενοι τομείς που έχουν ενδιαφέρον -όπως η τεχνολογία, η πράσινη οικονομία και η υγεία και ευεξία. Μια εθνική στρατηγική θα μπορούσε λοιπόν να περιλαμβάνει την απόφαση της κυβέρνησης να ενισχύσει συγκεκριμένους τομείς. Ακολούθως, θα δημιουργούταν ένα περιβάλλον που θα έκανε πιο ελκυστικό για έναν διοργανωτή το να φέρει μια έκθεση στην Ελλάδα. Όλο αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα οικονομική ενίσχυση - μπορεί να είναι και υποστήριξη σε επίπεδο κυβερνητικής παρουσίας στις εκθέσεις» εξηγεί.
Όταν μια έκθεση γεννιέται στο Ριάντ για να ενισχυθούν οι διμερείς σχέσεις
Προσθέτει ότι η στρατηγική αυτή θα μπορούσε ουσιαστικά να συνοψιστεί στα εξής: να υπάρχει ένα όραμα για το ποια ταυτότητα είναι επιθυμητό να έχει η χώρα, να υφίσταται διασύνδεση με τη βιομηχανία, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες εκθέσεις, να παρέχεται στήριξη εκεί που είναι απαραίτητο, καθώς και να υπάρχει ενεργή κυβερνητική συμμετοχή, π.χ, υπουργών, σε αυτές τις διοργανώσεις. Ενδεικτικά ανέφερε ότι πέρυσι παραβρέθηκε στην εκδήλωση «Great Futures» στο Ριάντ, η οποία «γεννήθηκε» για συγκεκριμένο σκοπό. «Η βρετανική κυβέρνηση ήθελε να αναπτύξει ισχυρότερες σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία και πώς το έκανε; Δημιούργησε μια έκθεση. Προσκάλεσε brands όπως η Barbour, η Jaguar Land Rover, η Brompton Bicycles και τους CEOs τους. Αυτό ήταν μια πολύ έξυπνη προσέγγιση για την ενίσχυση των διμερών σχέσεων» υπογραμμίζει ο CEO και managing director της UFI.
Άλλωστε, ένα από τα πράγματα που τον εντυπωσίασαν στη Θεσσαλονίκη -εκτός από τον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό, που τον χαρακτήρισε «εκπληκτικό»- ήταν, όπως λέει, και η ενεργή συμμετοχή τόσο του δημάρχου, όσο και του αρμόδιου υπουργού, σε εκδηλώσεις για το πανευρωπαϊκό συνέδριο της UFI. «Δεν έχουν όλες οι περιοχές (με εκθεσιακή δραστηριότητα) τέτοια υποστήριξη (...), οπότε, η Ελλάδα τα πηγαίνει πραγματικά πολύ καλά σε αυτό το πεδίο. Πραγματικά φαίνεται πως είναι κατανοητή η αξία που μπορεί να φέρει ο κλάδος στις τοπικές οικονομίες. Αυτή η κατανόηση είναι κάτι που και άλλοι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ως πρότυπο» εκτιμά.
Περί αμερικανικών δασμών και lobbying σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες
Πώς αναμένεται να επηρεάσουν την ευρωπαϊκή και παγκόσμια εκθεσιακή βιομηχανία η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και ιδίως οι δασμοί; Κατά τον CEO της UFI, βραχυπρόθεσμα o κλάδος αναζητά σιγουριά και σταθερότητα. Μακροπρόθεσμα όμως, είναι ένας τομέας ανθεκτικός -όπως έδειξε η ανάκαμψή του μετά την πανδημία- και θα προσαρμοστεί σε οτιδήποτε προκύψει, είτε είναι μια νέα πανδημία πανδημία είτε περιβαλλοντικά σοκ είτε πολιτικές ανατροπές. Αναφορικά με τους δασμούς των ΗΠΑ, γνωστοποιεί πως περίπου δέκα ενώσεις σχημάτισαν την ECA (Συμμαχία Εκθέσεων και Συνεδρίων), μέσω της οποίας έχει προσληφθεί μόνιμος εκπρόσωπος για lobbying στην Ουάσιγκτον. «Μέσω της ECA, έχουμε άμεση παρουσία στην αμερικανική πρωτεύουσα, για να προωθούμε τα ζητήματα που μας αφορούν. Με τον ίδιο τρόπο, μέσω της UFI και ενός οργανισμού που λέγεται EMECA, επενδύουμε σε αντίστοιχο lobbying στην ΕΕ, στις Βρυξέλλες. Έτσι, μπορούμε να περάσουμε τα μηνύματα μας» υπογραμμίζει.
Αναφέρεται δε στη μεγάλη προσαρμοστικότητα του κλάδου, σε μια εποχή που τα εμπορικά πρότυπα αλλάζουν συνεχώς. «Ο κλάδος μας προσαρμόζεται συνεχώς, ανάλογα με το πού πάει η αγορά. Και αυτό που προσφέρουμε πάντα στους ανθρώπους είναι η δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με την "καρδιά" του τι συμβαίνει κάθε δεδομένη στιγμή σε κάθε τομέα. Ταυτόχρονα, δημιουργούμε τις ευκαιρίες για να βρουν νέους συνεργάτες, προμηθευτές, ή πωλητές. Οπότε, μακροπρόθεσμα, σχεδόν δεν έχει σημασία (για τον κλάδο μας) πώς ακριβώς θα διαμορφωθούν τα μοτίβα του εμπορίου. Όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα - και δεδομένου ότι η αλλαγή είναι διαρκής - θα συνεχίσουμε να λειτουργούμε» τονίζει.
Ο παγκόσμιος αντίκτυπος του κλάδου των εκθέσεων σήμερα ανέρχεται σε 367,9 δισ. ευρώ, ενώ σε αυτόν απασχολούνται (άμεσα και έμμεσα) 4,3 εκατ. εργαζόμενοι, βάσει έκθεσης που δημοσιεύτηκε πολύ πρόσφατα. Κι αυτό, ενώ πριν από πέντε μόλις χρόνια, οι εκθέσεις είχαν «κατεβάσει ρολά» λόγω της πανδημίας. Βέβαια, η ίδια μορφή της βιομηχανίας έχει αλλάξει «κι αυτό δείχνει ότι προσαρμοζόμαστε πάντα σε ό,τι ζητά ο πελάτης μας». Ο κλάδος έχει ανακάμψει από την πανδημία, από την οποία οι οργανωτές εκθέσεων βγήκαν σε γενικές γραμμές αλώβητοι, υπό την έννοια ότι κανείς δεν έβαλε λουκέτο. Οι δε εκθεσιακοί χώροι αναπροσάρμοσαν έστω προσωρινά τη χρήση τους κατά την περίοδο της πανδημίας, προκειμένου να εξυπηρετήσουν κοινωνικούς σκοπούς, όπως η στέγαση εμβολιαστικών κέντρων και χώρων περίθαλψης, ευρισκόμενοι κοντά στις δοκιμαζόμενες κοινωνίες. Ωστόσο, επιπτώσεις υπήρχαν στην εφοδιαστική αλυσίδα και το ανθρώπινο ταλέντο, με τον κλάδο των εκθέσεων να χάνει πολλούς εργαζομένους, όπως συνέβη σε πολλούς ακόμα τομείς. Κατά τον κ.Skieth, ένας από τους λόγους που οι οργανωτές επιβίωσαν ήταν η συνεργασία: «για παράδειγμα, πολλοί από τους πελάτες που είχαν πληρώσει (για εκθέσεις που δεν γίνονταν λόγω της πανδημίας), έδειξαν πίστη και αφοσίωση και περίμεναν μέχρι οι εκθέσεις να ανοίξουν ξανά».
Με ποιες εντυπώσεις θα αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη; Όπως λέει, όταν η πόλη κατέθεσε υποψηφιότητα για το συνέδριο της UFI, η ΔΕΘ-Helexpo AE υποσχέθηκε κάτι εντυπωσιακό, αλλά η πράξη ξεπέρασε κάθε προσδοκία.