Οι κολοσσοί της τεχνολογίας, το Google, το Facebook και το Twitter, δεν μπορούν να διωχθούν από τη δικαιοσύνη με βάση τις καταγγελίες συγγενών θυμάτων τρομοκρατικών ενεργειών που κατηγορούν τις εταιρείες αυτές ότι βοήθησαν το Ισλαμικό Κράτος να διαδώσει την προπαγάνδα του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε με την απόφασή του τις εταιρείες τεχνολογίας, χωρίς ωστόσο να υπεισέλθει στην ευρύτερη συζήτηση για τον αμφιλεγόμενο νόμο που τις προστατεύει εδώ και περίπου ένα τέταρτο του αιώνα από δικαστικές διώξεις για το περιεχόμενο που αναρτούν στο διαδίκτυο.
Οι εννέα δικαστές εξέταζαν δύο διαφορετικές υποθέσεις. Στην πρώτη από αυτές, οι γονείς μιας νεαρής Αμερικανίδας που σκοτώθηκε στις επιθέσεις του 2015 στο Παρίσι στράφηκαν κατά της Google, της μητρικής εταιρείας του YouTube. Υποστήριζαν ότι ο κολοσσός στήριζε το Ισλαμικό Κράτος καθώς πρότεινε ορισμένα βίντεο σε χρήστες της υπηρεσίας αυτής. Στη δεύτερη, οι συγγενείς ενός Ιορδανού, θύματος της επίθεσης που σημειώθηκε σε νυχτερινό κέντρο της Κωνσταντινούπολης την 1η Ιανουαρίου 2017, υποστήριζαν ότι το Facebook, το Twitter και η Google θα μπορούσαν να θεωρηθούν «συνεργοί» επειδή δεν κατέβαλαν επαρκείς προσπάθειες για να αποσύρουν από τις πλατφόρμες τους το περιεχόμενο που αναρτούσε το Ισλαμικό Κράτος.
«Το γεγονός ότι κάποιοι κακοπροαίρετοι επωφελούνται από τις πλατφόρμες αυτές δεν επαρκεί για να επιβεβαιωθεί ότι οι κατηγορούμενοι έδωσαν συνειδητά ουσιαστική βοήθεια σε αυτές τις οργανώσεις» ανέφερε ο δικαστής Κλάρενς Τόμας εξηγώντας το σκεπτικό της απόφασης.
«Συμπεραίνουμε ότι οι ισχυρισμοί των εναγόντων δεν επαρκούν για να αποδειχθεί ότι οι κατηγορούμενοι βοήθησαν το ΙΚ να πραγματοποιήσει την επίθεσή του», συνεχίζει η απόφαση, που ελήφθη ομόφωνα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέφυγε να εξετάσει την ουσία της «Ενότητας 230» του Νόμου περί Επικοινωνιών που ισχύει από το 1996 και θεωρείται ως ο στυλοβάτης της «απογείωσης» του Ιντερνέτ τα επόμενα χρόνια. Το κείμενο αυτό ορίζει ότι οι εταιρείες του τεχνολογικού τομέα δεν μπορούν να θεωρηθούν «συντάκτες» και χαίρουν δικαστικής ασυλίας για το περιεχόμενο που αναρτάται στις πλατφόρμες τους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ