Το υπουργείο Κλιματικής Προστασίας στο έγγραφό του για το νέο ΕΣΠΑ που εγκρίθηκε από την ΕΕ προ ημερών, μαζί με το σχέδιο για τα προγράμματα που θα τρέξουν μέχρι το 2027 προχωρά και σε έναν απολογισμό για τις παθογένειες οι οποίες στοίχισαν τη ζωή σε πολίτες και οδήγησαν σε σημαντικές περιβαλλοντικές και οικονομικές απώλειες. Καταγράφει τα προβλήματα που υπάρχουν εδώ και δεκαετίες, τις νέα πληγές που προκάλεσαν ταυτόχρονα η οικονομική κρίση αλλά και η κλιματική αλλαγή και περιγράφει το σχεδιασμό που εκπονείται για την επόμενη ημέρα.
Ουσιαστικά πόροι άνω των 700 εκατ. ευρώ δρομολογούνται με ορίζοντα το 2027 για δράσεις οι οποίες μόλις εγκρίθηκαν από την ΕΕ. Και τούτο τη στιγμή που και πάλι η Νότια Ευρώπη βρίσκεται σε πύρινο κλοιό με την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία να ζουν για μία ακόμη χρονιά τον εφιάλτη ενώ οι ακραίες καιρικές συνθήκες εντείνουν το πρόβλημα και εμποδίζουν τις επιχειρήσεις κατάσβεσης. Η κλιματική αλλαγή δείχνει για άλλη μία φορά «τα δόντια» της και οι συνέπειές της γιγαντώνονται ως συνέπεια τραγικών παραλείψεων του παρελθόντος σε παγκόσμιο επίπεδο με τις κυβερνήσεις να σπεύδουν να λάβουν μέτρα για να κερδίσουν το χαμένο χρόνο και να αντιμετωπίσουν συσσωρευμένες ελλείψεις δεκαετιών.
Το πόρισμα
Το σχετικό πόρισμα περιγράφει γλαφυρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
«Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια,και ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής), ένα ευρύ φάσμα φυσικών, περιβαλλοντικών και ανθρωπογενών κινδύνων και καταστροφών. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει είναι οι σεισμοί, οι πλημμύρες, οι δασικές πυρκαγιές, τα ακραία καιρικά φαινόμενα (σφοδρές χιονοπτώσεις, ανεμοστρόβιλοι, υδατοκυκλώνες, παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες, ξηρασία), τσουνάμι (πιθανός κίνδυνος), κατολισθήσεις, ηφαίστεια (πιθανός κίνδυνος), κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο (αναδυόμενος κίνδυνος), τα βιομηχανικά τεχνολογικά ατυχήματα και τα ραδιολογικά/πυρηνικά ατυχήματα και οι υγειονομικοί κίνδυνοι, όπως της πρόσφατης πανδημίας», επισημαίνει το σχετικό έγγραφο.
Εκτός των προαναφερθέντων, υπάρχουν πρόσθετες επικίνδυνες καταστάσεις που έχουν σημαντικό αντίκτυπο, παρόλο που δεν επηρεάζουν άμεσα ή βραχυπρόθεσμα την ανθρώπινη ασφάλεια και προστασία. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται η θαλάσσια ρύπανση και οι σχετιζόμενες με την κλιματική αλλαγή άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της, όπως η μείωση της βιοποικιλότητας, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η ερημοποίηση της γης, η διάβρωση των ακτών. Η σημαντικότητα του κινδύνου υπολογίζεται ως προς τη συχνότητα ή την πιθανότητα εμφάνισης και των επιπτώσεων του. Οι επιπτώσεις αφορούν την ανθρώπινη ζωή και υγεία, την οικονομία, το περιβάλλον και τον πολιτισμό.
Απολογιστικά αναφέρεται πως τα τελευταία τριάντα χρόνια, στην Ελλάδα σημειωθήκαν 47 μεγάλες καταστροφές με 480 νεκρούς, επηρεάσθηκαν 260.000 πολίτες, οι άμεσες οικονομικές ζημιές υπερέβησαν τα 25 δισ. δολάρια σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, ενώ για την περίοδο 2006-2018 οι οικονομικές ζημιές που προκλήθηκαν μόνο από τις μείζονος κλίμακας φυσικές καταστροφές (πλημμύρες, πυρκαγιές, σεισμούς) ανέρχονται σε 3.4 δισ. ευρώ σύμφωνα με την Κομισιόν.
«Τα ως άνω στοιχεία αναδεικνύουν την τρωτότητα και την ευπάθεια της χώρας σε φυσικούς και ανθρωπογενείς κινδύνους και συνακόλουθα την αναγκαιότητα αναβάθμισης των μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων και τη δημιουργία ενός σύγχρονου μηχανισμού πολιτικής προστασίας υπό το πρίσμα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής», επισημαίνεται.
Τι αναφέρουν τα πορίσματα Παγκοσμιας Τράπεζας και Κομισιόν
«Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελληνική οικονομία και το κόστος από τη μη υιοθέτηση δράσεων προσαρμογής έχει εκτιμηθεί στα 701 δισ. ευρώ ως το 2100. Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και ο αυξημένος κίνδυνος πυρκαγιών, η συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων και η ενδεχόμενη άνοδος της στάθμης της θάλασσας δημιουργούν ανάγκη για περισσότερα έργα πολιτικής προστασίας, ενώ σημαντικές είναι ήδη οι επιπτώσεις στον ασφαλιστικό κλάδο» αναφέρεται στο Σχέδιο Ανάπτυξης.
Οι αυξημένοι κίνδυνοι και η απουσία ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού μηχανισμού πολιτικής προστασίας επισημαίνονται και σε αξιολόγηση της χώρας από την Κομισιόν στο πλαίσιο της διαδικασίας του εαρινού εξαμήνου: «η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλούς και σοβαρούς Φυσικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, ιδίως πλημμύρες και δασικές πυρκαγιές. Η αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων συχνά παρεμποδίζεται από την έλλειψη δομών, συντονισμού, σχεδιασμού και ιεράρχησης προτεραιοτήτων, καθώς και από την απουσία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Στο πλαίσιο του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της ΕΕ, η Ελλάδα πρέπει να αναβαθμίσει τις εθνικές εκτιμήσεις κινδύνου. Καθώς τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται συχνά και στις παραμεθόριες περιοχές, θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω η συνεργασία με τις γειτονικές χώρες για σχέδια πρόληψης κινδύνων και ανθεκτικότητας σε καταστροφές και λύσεις που βασίζονται στη φύση. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως η ξηρασία, οι καύσωνες ή η λειψυδρία, απαιτούν επίσης την επανεξέταση της κοινωνικής βοήθειας, της βελτίωση της ικανότητας και της αναβάθμισης δεξιοτήτων και άλλων πολιτικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, παράλληλα με την εκ νέου ιεράρχηση των δημόσιων δαπανών», αναφέρεται σχετικά.
Τα δομικά προβλήματα
Η διαχρονική εξέλιξη των καταστροφών που σημειώνονται με διαφορετική αιτία, ένταση και γεωγραφική διασπορά στις 13 Περιφέρειες αποτυπώνεται στην αύξηση του αριθμού των περιοχών που κηρύσσονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης πολιτικής προστασίας, αναφέρεται στο πόρισμα.
Από το 1995 που θεσμοθετήθηκε η σύσταση της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ), που αποτελεί τον διοικητικό μηχανισμό διαχείρισης και αντιμετώπισης κρίσεων, ακολούθησαν αρκετές νομοθετικές προσπάθειες αναμόρφωσης και εκσυγχρονισμού της.
«Διαχρονικά δεν είχε καταστεί δυνατόν να αντιμετωπισθούν οι παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, όπως η επικάλυψη αρμοδιοτήτων, η απουσία συντονισμού μεταξύ των επιπέδων της διοίκησης, η έλλειψη επαρκούς σχεδιασμού και μέτρων πρόληψης, ενώ δεν υπήρξε επαρκής προσαρμογή στην αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών έχοντας οδυνηρά αποτελέσματα, όπως ανέδειξαν οι πρόσφατες πολύνεκρες τραγωδίες των πλημμυρών στην Μάνδρα Αττικής και της πυρκαγιάς στο Μάτι Αττικής. Οι σημαντικές ελλείψεις της χώρας και η αδυναμία της να δημιουργήσει έναν σύγχρονο μηχανισμό πολιτικής προστασίας οδήγησαν στην απόφαση ριζικών τομών στο θεσμικό πλαίσιο -με τελευταία τη σύσταση του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας (ΥΚΚΠΠ)- που διέπει την αντιμετώπιση των κινδύνων.
Οι σημαντικότερες ελλείψεις που εντοπίσθηκαν σχετίζονται με:
- Την έλλειψη ενιαίου εθνικού μηχανισμού ολιστικής κάθετης διαχείρισης κινδύνων και απειλών που να καλύπτει τη διαχείριση εκτάκτων αναγκών από τη φάση της πρόληψης έως και τη φάση της αποκατάστασης. Επίσης, οι υφιστάμενες αρμοδιότητες των φορέων πολιτικής προστασίας σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο εμφάνιζαν αποσπασματικό χαρακτήρα και αλληλοεπικαλύψεις.
- Τη διαπίστωση ότι το Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας, το οποίο κατά τον ν. 4249/2014 συντόνιζε και διαχειριζόταν σε εθνικό επίπεδο τις δράσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης σε περιπτώσεις κινητοποίησης πολιτικής προστασίας, περιοριζόταν στην πράξη σε ρόλο δομής υποστηρικτικού χαρακτήρα.
- Την έλλειψη πλαισίου και διαδικασίας συνεργασίας με την επιστημονική - ερευνητική κοινότητα με αποτέλεσμα το σύστημα πολιτικής προστασίας να μην επωφελείται από τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
- Την έλλειψη διαδικασίας ανάλυσης κινδύνου και τήρησης Εθνικής Βάσης Δεδομένων Κινδύνων, Απειλών και Απωλειών Καταστροφών, προσδιορισμένων κατά χώρο και χρόνο, με συνέπεια τα Σχέδια Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών και Διαχείρισης Συνεπειών να εστιάζονται στη φάση της αντιμετώπισης. Έτσι, τα Σχέδια αυτά δεν ενσωμάτωναν στο ρυθμιστικό πεδίο τους τις ιδιαιτερότητες συγκεκριμένων περιοχών από άποψη κίνδυνου και δεν περιλάμβαναν αναφορές σχετικά με τις αρμοδιότητες του κάθε φορέα για την υλοποίηση μέτρων/δράσεων πρόληψης, λόγω της μη γνώσης των κινδύνων.
- Τις ουσιώδεις ελλείψεις σε εξοπλισμό και μέσα πολιτικής προστασίας, δεδομένου ότι διαχρονικά δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη οι προβλέψεις κυρίως του ν. 3013/2002 αναφορικά με τη χρηματοδότηση δράσεων πολιτικής προστασίας.
Σε σχέση με τις ανωτέρω αδυναμίες επισημαίνεται ότι η χώρα εκπόνησε για πρώτη φορά Σχέδιο NATIONAL RISK ASSESSMENT FOR GREECE (NRA-GR) το 2019 το οποίο επικαιροποιήθηκε το 2021, ενώ πρόσφατα ολοκληρώθηκε η εκπόνηση του NATIONAL RISK DISASTER MANANAGEMENT PLAN που προτείνει με χρονική ιεράρχηση σειρά μέτρων που διαρθρώνονται σε δύο κύριες ενότητες (Οριζόντια και ανά Κίνδυνο) και σε έξι επιμέρους κεφάλαια.
Πέραν των σημαντικών διαρθρωτικών αδυναμιών και θεσμικών κενών που παρουσίαζε διαχρονικά το Σύστημα Πολιτικής Προστασίας της χώρας, δύο επιπρόσθετοι και «εξωγενείς» παράγοντες, ήτοι η δεκαετής εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που οδήγησε στον σημαντικό περιορισμό των δημόσιων δαπανών και η κλιματική αλλαγή, επιτάσσουν τον πλήρη εκσυγχρονισμό του.
Θέτει ως παράδειγμα την ηλικία του εξοπλισμού του Πυροσβεστικού Σώματος, που είναι ο βασικός βραχίονας για την αντιμετώπιση κινδύνων, καθώς και στοιχεία για την εξέλιξη της ενοικίασης εναέριων μέσων, λόγω της παλαιότητας των υφιστάμενων και της ραγδαίας αύξησης των εκδηλούμενων πυρκαγιών αλλά και των εκτάσεων που καίγονται.
Η νέα στρατηγική
Η αντιμετώπιση των κινδύνων και η μείωση των επιπτώσεων των καταστροφών, που οφείλονται είτε σε φυσικά φαινόμενα είτε σε ανθρωπογενή αίτια, αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία που αποτελείται από τα κάτωθι στάδια στα οποία θα ξεδιπλωθεί η νέα στρατηγική:
- Πρόληψη (Prevention): το σύνολο των δράσεων - μέτρων που στοχεύουν στην απόλυτη αποφυγή των δυνητικών επιπτώσεων των κινδύνων και στην ελαχιστοποίηση των φυσικών, τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών.
- Ετοιμότητα (Preparedness): το σύνολο των δράσεων - μέτρων που λαμβάνονται εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν αποτελεσματική αντίδραση σε περιπτώσεις καταστροφών.
- Αντιμετώπιση (Response): το σύνολο των δράσεων - μέτρων που λαμβάνονται , κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την καταστροφή, για την προστασία της ζωής και της υγείας των ανθρώπων, για την αντιμετώπιση άμεσων αναγκών διαβίωσής τους και για τη διασφάλιση παροχής αρωγής και υποστήριξης για τον μετριασμό των επιπτώσεων της καταστροφής.
- Βραχεία αποκατάσταση (Short-term Relief): το σύνολο των δράσεων - μέτρων που λαμβάνονται μετά από μία καταστροφή με στόχο την αποκατάσταση ή τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης κατά τις πρώτες ώρες και ημέρες μετά την εκδήλωσή της.
Προβλήματα και σημαντικές ελλείψεις παρατηρούνται και στα τέσσερα στάδια, αναφέρεται. «Η πρόληψη αποτελεί χρόνια αδυναμία της Ελληνικής Διοίκησης και γίνεται αποσπασματικά παρά τις χρηματοδοτικές δυνατότητες που παρέχονται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία με αποτέλεσμα τη συνεχή διεύρυνση των πόρων που διατίθενται για την αποκατάσταση των ζημιών που βαρύνουν το ΠΔΕ», σημειώνεται.
«Η αποσπασματικότητα οφείλεται τόσο στον κατακερματισμό των αρμοδιοτήτων (πρόβλημα που επιτάθηκε με την εισαγωγή των διοικητικών μεταρρυθμίσεων για την αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων και τη θέσπιση της αιρετής αυτοδιοίκησης Β βαθμού σε δύο στάδια: αιρετή νομαρχία/αιρετή περιφέρεια) όσο και στη μη γνώση των κινδύνων (understanding risk), όπως επισημαίνεται στο NRDMP. Η ελλιπής κατανόηση του κινδύνου δυσχεραίνει την προτεραιοποίηση και ιεράρχηση των αναγκαίων έργων πρόληψης και εντείνει τα προβλήματα τρωτότητας και βελτίωσης της ανθεκτικότητας στον χωρικό στρατηγικό σχεδιασμό. Επιπλέον, δεν επιτρέπει την ενσωμάτωση της εκτίμησης των κινδύνων και των μέτρων περιορισμού τους στις Στρατηγικές για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή», υπογραμμίζει το έγγραφο.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι παρατηρείται καθυστέρηση εκπόνησης ή ατελής εξειδίκευση των προβλεπόμενων σε κοινοτικές οδηγίες Master Plans, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, έλλειψη γνώσεων για συγκεκριμένους κινδύνους (π.χ κατολισθήσεις, τεχνολογικά ατυχήματα), σημαντική καθυστέρηση στην υλοποίηση έργων αντιπυρικής προστασίας, ασαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων, ελλείψεις προσωπικού με σχετικές δεξιότητες σε Δήμους και Περιφέρειες.
Η επίλυση των ανωτέρω προβλημάτων δρομολογείται σε θεσμικό επίπεδο με την αναβάθμιση της ΓΓΠΠ σε ΥΚΚΠΠ, σηματοδοτώντας τη σύζευξη της αντίληψης του κινδύνου με τις εντεινόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και επιχειρησιακά με τη δημιουργία του Εθνικού Μηχανισμού και τη δημιουργία της Εθνικής Βάσης Δεδομένων Κινδύνων, Απειλών και Απωλειών Καταστροφών. Οι ανωτέρω εξελίξεις δεν αναιρούν την αναγκαιότητα συνέχισης και εντατικοποίησης των «παραδοσιακών» δράσεων αντιμετώπισης/ανταπόκρισης της Διοίκησης σε περιπτώσεις φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών.
Για το στάδιο της ετοιμότητας η χώρα στερείται αξιόπιστων συστημάτων πρόληψης και έγκαιρης προειδοποίησης, ως απόρροια του κατακερματισμού των φορέων αλλά και βασικών ελλείψεων σε σύγχρονο εξοπλισμό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, που είναι η αρμόδια αρχή για τη συγκέντρωση και επεξεργασία των μετεωρολογικών δεδομένων, με άμεσο αποτέλεσμα τη δυσκολία έγκαιρης πρόγνωσης ακραίων καιρικών φαινομένων σε τοπικό επίπεδο.
Επιπλέον, παρατηρείται πολύ περιορισμένη γνώση και εξοικείωση του πληθυσμού σχετικά με την αντιμετώπιση φυσικών και ανθρωπογενών κινδύνων, με εξαίρεση την αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου. Τέλος, καταγράφονται σημαντικές ελλείψεις (πάρα τη θεσμική υποχρέωση) στην εκπόνηση των σχεδίων εκκένωσης και παντελής έλλειψη συμμετοχής του πληθυσμού σε ασκήσεις ετοιμότητας.
Για τα στάδια της αντιμετώπισης και της βραχείας αποκατάστασης, εντοπίζονται ελλείψεις σε υλικά και μέσα, ιδιαίτερα σε μηχανολογικό εξοπλισμό, συστήματα επικοινωνιών ως αποτέλεσμα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και της ανάγκης περιστολής των δημοσίων δαπανών σε όλους τους επιχειρησιακούς μηχανισμούς άμεσης απόκρισης (ΠΣ, ΕΛΑΣ, ΛΣ, ΕΚΑΒ, ΥΠΕΘΑ, Εθελοντικές Οργανώσεις). Επιπλέον, η πρόσφατη πανδημία ανέδειξε την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός μηχανισμού πολιτικής προστασίας που θα ενσωματώνει την ικανότητα διαχείρισης υγειονομικών κρίσεων, λόγω των μεγάλων δυσκολιών που δημιουργεί η ιδιαίτερη γεωμορφολογία της χώρας με την παρουσία ορεινών όγκων και μεγάλου αριθμού νησιών.
Τέλος, διακριτή ενότητα αποτελεί η χρηματοδότηση της ανάκαμψης και του κόστους αποκατάστασης των ζημιών, το οποίο διευρύνεται συνεχώς και απαιτεί την υιοθέτηση νέων προσεγγίσεων, που τελούν υπό διερεύνηση και σχετίζονται με τη μεγαλύτερη εμπλοκή των ασφαλιστικών εταιρειών, όπως αναφέρεται.