Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να ξεφορτωθούν το ισχυρό δολάριο και φαίνεται ότι το πετυχαίνουν. Ως εκ τούτου, οι επενδυτές οφείλουν να αναζητήσουν ευκαιρίες σε παγκόσμιο επίπεδο, σχολιάζει σε ανάλυσή της η Julius Baer.
Οι αναλυτές της ελβετικής τράπεζας επισημαίνουν ότι το πρώτο εξάμηνο του έτους ανέδειξε την ανάγκη για ευελιξία και διαφοροποίηση, σε ένα περιβάλλον μεταβαλλόμενων πολιτικών, πληθωριστικών κινδύνων και αυξανόμενης γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Μάλιστα, για το β’ εξάμηνο περιμένουν, όπως λένε, «μια από τα ίδια» διεθνώς, καθώς το πιο πιθανό σενάριο είναι η συνέχιση των ήδη εδραιωμένων τάσεων. Αυτό σημαίνει στροφή προς τις ευρωπαϊκές και ασιατικές αγορές μετοχών και ενίσχυση τοποθετήσεων σε ασφαλή καταφύγια, όπως ο χρυσός.
Όπως λένε, ειδικά στην Ευρώπη, το β’ εξάμηνο προσφέρει ευκαιρίες διαφοροποίησης, ειδικά σε κλάδους όπως η καθαρή ενέργεια και οι κατασκευές.
Ευρώπη και ενέργεια
Παρότι οι γεωπολιτικές εξελίξεις και η άνοδος στις τιμές του πετρελαίου προσελκύουν τα φώτα της δημοσιότητας, υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις στις ενεργειακές αγορές που δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες.
Όπως εξηγούν οι Ελβετοί αναλυτές, τους τελευταίους μήνες, η Ευρώπη γνώρισε ασυνήθιστα ηλιόλουστες ημέρες, γεγονός που οδήγησε σε αριθμό-ρεκόρ ωρών με μηδενικές ή και αρνητικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας γύρω στο μεσημέρι, λόγω αφθονίας της ηλιακής παραγωγής. Αυτή η δυναμική συμπιέζει τις ταμειακές ροές και τα κέρδη των Ευρωπαίων παραγωγών ενέργειας, μια επίδραση που ακόμη δεν μπορεί να αντισταθμιστεί πλήρως από την αύξηση των επενδύσεων στην αποθήκευση ενέργειας.
Πάντως, όπως αναφέρει η ελβετική τράπεζα, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη παραμένει ανταγωνιστικό, παρόλο που η υψηλή φορολογία και η γραφειοκρατία μειώνουν αυτό το πλεονέκτημα. Στο μεταξύ, σε ΗΠΑ και Κίνα, μια σειρά από ρυθμιστικές αλλαγές προσθέτουν επιπλέον πιέσεις στις ταμειακές ροές του κλάδου καθαρής ενέργειας.
Παρ’ όλα αυτά, με το τεχνολογικό κόστος να μειώνεται, με ισχυρή εταιρική ζήτηση και με την αποθήκευση ενέργειας να υπόσχεται σταδιακή εξομάλυνση της μεταβλητότητας των τιμών, «ο καθοδικός κύκλος έχει πιάσει πυθμένα» αναφέρει η Julius Baer και αναβαθμίζει τη στάση της απέναντι στον κλάδο σε «θετική».
Γερμανικές υποδομές
Τα προβλήματα της Γερμανίας σε επίπεδο υποδομών είναι γνωστά και αποτυπώνονται και σε διεθνείς κατατάξεις, όπου η χώρα έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι ακαθάριστες επενδύσεις σε υποδομές παρέμειναν κάτω από το 3% την τελευταία πενταετία, ενώ το 2023, η Γερμανία είχε το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμούμε ιδιαιτέρως το νέο επενδυτικό σχέδιο για υποδομές, το οποίο αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά τις δαπάνες μέσα στην επόμενη δεκαετία» αναφέρει η Julius Baer. «Δεν έχουμε αμφιβολία ότι η Γερμανία έχει το δημοσιονομικό περιθώριο να χρηματοδοτήσει αυτές τις επενδύσεις με νέο χρέος» σημειώνουν οι Ελβετοί αναλυτές, και απορρίπτουν τους ισχυρισμούς ότι αυτό το χρέος θα αποτελέσει μεγάλο βάρος για τις μελλοντικές γενιές. «Πιστεύουμε ότι οι ανεπαρκείς υποδομές θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο βάρος. Ένα κατάλληλο, λειτουργικό και αποτελεσματικό δίκτυο υποδομών είναι η ραχοκοκαλιά κάθε οικονομίας».
Επισημαίνουν, έτσι, ότι το γερμανικό πακέτο υποδομών αναμένεται έτσι να ενισχύσει τις προοπτικές των κατασκευαστικών εταιρειών και, παρόλο που η καθαρή προσφορά ομολόγων θα αυξηθεί αναπόφευκτα, δεν αναμένουν ότι αυτό το «κύμα δαπανών» θα οδηγήσει σε έντονη άνοδο των αποδόσεων, καθώς η Γερμανία διαθέτει το απαιτούμενο δημοσιονομικό περιθώριο και το συνολικό δημοσιονομικό αποτύπωμα δεν θα είναι ιδιαίτερα πληθωριστικό.