Το 30-50% των γυναικών θα παρουσιάσουν ουρολοίμωξη τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια της ζωής τους. Μικρόβια συνήθως από το έντερο προσβάλλουν το ουροποιητικό, τα οποία, αν δεν προλάβουν να απομακρυνθούν με την ούρηση, πολλαπλασιάζονται και δημιουργούν συμπτώματα. Οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς, καθώς η απόσταση μεταξύ της ουρήθρας και του πρωκτού είναι μικρότερη από αυτή των αντρών.
«Η ουρολοίμωξη εμφανίζεται συνήθως με συχνοουρία και μικρή ποσότητα ούρων, πόνο ή κάψιμο κατά την ούρηση και θολά, δύσοσμα ούρα. Η γυναίκα μπορεί να παραπονεθεί για πόνο στην περιοχή της κύστης και ορισμένες φορές μπορεί να συνοδεύεται από αιματουρία. Για να γίνει η διάγνωση της ουρολοίμωξης χρειάζεται συνήθως απλά μια γενική εξέταση και καλλιέργεια ούρων, οι οποίες συνοδεύονται από αντιβιόγραμμα, το οποίο θα δείχνει ποιο ακριβώς μικρόβιο ευθύνεται βάσει του οποίου θα καθοριστεί η αντιβιοτική αγωγή που θα ακολουθήσει η γυναίκα», αναφέρει ο κ. Νικόλαος Πλεύρης PhD, Γυναικολόγος, Διευθυντής Γυναικολογικής Κλινικής - Τμήμα Ρομποτικής και Λαπαροσκοπικής Χειρουργικής.
Πιο σπάνια θα χρειαστεί περαιτέρω απεικονιστικός έλεγχος του ουροποιητικού με ακτινογραφία, υπέρηχο ή κυστεοσκόπηση. Σε περιπτώσεις όπου οι ουρολοιμώξεις εμφανίζονται αρκετά συχνά μπορεί να χρειαστεί έλεγχος του ουροποιητικού για ανωμαλίες που προδιαθέτουν σε λοιμώξεις και για αποκλεισμό αιτιών που τις μιμούνται.
Πώς αντιμετωπίζεται
Η θεραπεία είναι απλή, καθώς η γυναίκα χρειάζεται μόνο να ακολουθήσει μία αντιβιοτική θεραπεία βάσει αντιβιογράμματος. Παρόλα αυτά ο θεράπων ιατρός καλό θα ήταν να την συμβουλεύσει ποια προληπτικά μέτρα μπορεί να λάβει για αποφυγή ουρολοιμώξεων στο μέλλον.
Στόχος των μέτρων αυτών είναι να μειώσουν το μικροβιακό φορτίο που μπορεί να προκαλέσει ουρολοίμωξη και να διατηρήσουν ένα υγιές περιβάλλον που θα αποτρέπει την ανάπτυξη μικροβίων:
• Σωστός καθαρισμός από εμπρός προς τα πίσω της γεννητικής περιοχής μετά από κάθε κένωση ώστε να αποφευχθεί η μεταφορά μικροβίων από το έντερο προς την ουρήθρα
• Ούρηση μετά από κάθε σεξουαλική επαφή ώστε να απομακρυνθούν τυχόν βακτήρια που έχουν εισαχθεί στην ουρήθρα
• Αποφυγή σπερματοκτόνων κρεμών ή ενυδατικών gel, τα οποία ευνοούν την ανάπτυξη μικροοργανισμών στην περιοχή
• Αποφυγή ερεθιστικών προϊόντων (spray, καθαριστικά, αρωματικά ακατάλληλα για την περιοχή)
• Επιμελής ενυδάτωση – συχνή ούρηση
• Κατανάλωση χυμού cranberry και d-μαννόζης, τα οποία αποτρέπουν τον αποικισμό της ουροδόχου κύστης από μικροοργανισμούς και την εμφάνιση υποτροπών.
Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις
Κάποιες γυναίκες είναι επιρρεπείς στις ουρολοιμώξεις και εμφανίζουν αρκετά επεισόδια μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν αυτά ξεπερνούν τα 3 στο έτος ή τα δύο στο εξάμηνο θεωρούνται υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις. Τα συμπτώματα επανεμφανίζονται και οφείλονται στον ίδιο μικροοργανισμό ενώ έχει ληφθεί η κατάλληλη θεραπεία. Κάθε επιπλέον επεισόδιο αυξάνει τον κίνδυνο να ξανασυμβεί.
Στις περιπτώσεις αυτές έχει μεγάλη σημασία η ανεύρεση παραγόντων κινδύνου για εμφάνιση ουρολοιμώξεων και η λήψη των κατάλληλων προληπτικών μέτρων για αποφυγή τους. Σε περίπτωση αποτυχίας των παραπάνω, χορηγούνται χαμηλές δόσεις αντιβίωσης καθημερινά ή μετά την σεξουαλική επαφή. Το είδος της αντιβίωσης αλλάζει κάθε έξι μήνες για αποφυγή επιπλοκών και αντοχής των μικροβίων.
Εγκυμοσύνη
«Οι ουρολοιμώξεις αποτελούν συχνή επιπλοκή της εγκυμοσύνης και παρουσιάζονται στο 5-7% των κυήσεων καθώς ευνοούνται από ανατομικές και φυσιολογικές αλλαγές που προκαλούνται στο ουροποιητικό σύστημα. Αρκετά συχνή είναι η ασυμπτωματική βακτηριουρία, εν δυνάμει δηλαδή παθογόνοι μικροοργανισμοί στα ούρα, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι στείρα. Για αυτό τον λόγο σε ανεύρεση ασυμπτωματικής βακτηριουρίας στον μηνιαίο εργαστηριακό έλεγχο της εγκύου είναι ανάγκη να χορηγείται αγωγή για αποφυγή επιπλοκών (πρόωρος τοκετός, γέννηση λιποβαρούς νεογνού)», καταλήγει ο κ. Πλεύρης.