Με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κινείται η αγορά πληροφορικής, με τις εκτιμήσεις να επισημαίνουν ότι η χώρα μας προσεγγίζει το σενάριο σύγκλισης με την ΕΕ – μια εξέλιξη που θα μπορούσε να ανεβάσει τα μεγέθη του κλάδου στα 13,5 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη πενταετία. Η θετική αυτή προοπτική ωστόσο, δεν είναι δεδομένη. Θα υλοποιηθεί μόνο αν αντιμετωπιστούν τα «αγκάθια» που εξακολουθούν να παρακωλύουν την πρόοδο και απειλούν να ακυρώσουν το momentum που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια.
Το παραπάνω αποτελεί το βασικό συμπέρασμα της φετινής μελέτης που εκπόνησε η Deloitte για λογαριασμό του ΣΕΠΕ και παρουσιάστηκε χθες, στο Digital Economy Forum 2025.
Οι προβλέψεις για 13,5 δισ. αξία έως το 2030
Βάσει αυτής ο κλάδος των ψηφιακών τεχνολογίων μπορεί να αγγίξει σε αξία το 2030 τα 13,5 δισ. ευρώ (από 7,7 δισ. ευρώ το 2024), ήτοι περίπου το 6% του προβλεπόμενου εθνικού ΑΕΠ, με έμμεσες & επαγόμενες επιπτώσεις της τάξεως των 27,8 δισ. ευρώ. Σενάριο όμως που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί υπό προϋποθέσεις.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα η σημερινή ψυχολογία της αγοράς αναγνωρίζει μεν την δυναμική των τελευταίων χρόνων - το 68% δηλώνει ότι έχει σημειωθεί πρόοδος σε πολύ μεγάλο ή σε μεγάλο βαθμό κι ένα 27% σε μέτριο βαθμό με μόλις το 6% να απαντά ότι δεν έχει σημειωθεί πρόοδος ή η πρόοδος ήταν μικρή. Την ίδια στιγμή βέβαια διατηρεί επιφυλάξεις για την ικανότητα του κράτους και του οικοσυστήματος να επιταχύνουν με την απαιτούμενη ταχύτητα. Κι αυτό γιατί προκλήσεις όπως η γραφειοκρατία, οι ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού και οι καθυστερήσεις στα έργα ψηφιακού μετασχηματισμού παραμένουν.
Τα μεγάλα «αγκάθια»
Για την ακρίβεια στο ερώτημα ποιες είναι οι τρεις μεγαλύτερες προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η αγορά το 48,9% των συμμετεχόντων του κλάδου δείχνει να προβληματίζεται από την γραφειοκρατία, το 47,9% από την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και το 43,2% από τις καθυστερήσεις στα έργα.
Επιπλέον 3 στους 10 αξιολογούν ως «αγκάθι» για την ανοδική πορεία του κλάδου τα χαμηλά επίπεδα έρευνας κι ανάπτυξης, ενώ ένα 24,2% επισημαίνει την έλλειψη σύνδεσης των ΑΕΙ με την αγορά εργασίας. Συμπληρωματικά σχεδόν 2 στους 10 αναφέρουν ότι πρόσκομμα αποτελεί η περιορισμένη χρηματοδότηση αλλά και η περιορισμένη εξωστρέφεια, ενώ ποσοστό 17,9% και 17,4% αντίστοιχα, επισημαίνει το brain drain και την έλλειψη φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος, ως πρόβλημα.
Τα βήματα που έχουν γίνει
Σε αυτό το πλαίσιο μόλις ένα 40% εκτιμά ότι έχει σημειωθεί αρκετή ή πολύ καλή πρόοδος τα τελευταία έτη στο πεδίο της ενίσχυσης του ανθρώπινου δυναμικού, με την «ενδυνάμωση ψηφιακών δεξιοτήτων» να αγγίζει το 48%.
Αντίστοιχα ένα 35% εκτιμά ως πολύ σημαντικά τα βήματα που γίνονται για την προώθηση της καινοτομίας.
Πάνω από την βάση παίρνει η ενίσχυση της εξωστρέφειας, με ποσοστό 51% των συμμετεχόντων στην έρευνα να απαντά ότι έχει σημειωθεί πολύ πρόοδος.
Εκεί ωστόσο που τα στελέχη αναγνωρίζουν μεγάλη διαφορά είναι στην επιτάχυνση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης τα άλματα της οποίας αναγνωρίζονται από το 84% των συμμετεχόντων στην έρευνα.
Σχετικά βέβαια με την ταχύτητα υλοποίηση των δράσεων ψηφιακού μετασχηματισμού της Πολιτείας οι απόψεις διίστανται. Μόλις το 36% την χαρακτηρίζει γρήγορη ή πολύ γρήγορη με ένα 27% να επισημαίνει ότι δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε αργή κι ένα 37% να αναφέρει ότι είναι αργή ή πολύ αργή.
Απαραίτητη η συντήρηση των έργων
Σήματα κινδύνου για το μέλλον της ψηφιοποίησης που έχει συντελεστεί στο δημόσιο εκπέμπουν και οι απόψεις των στελεχών για τα έργα συντήρησης των πληροφοριακών συστημάτων. Για την ακρίβεια μόλις το 3,7% των συμμετεχόντων χαρακτηρίζουν επαρκή την σχετική χρηματοδότηση αλλά και τον προγραμματισμό ενώ ένα ακόμα 23,2% επισημαίνει ότι υπάρχει μερική πρόβλεψη αλλά οι διαθέσιμοι πόροι είναι ανεπαρκείς.
Όσο για τους τομείς που χαρακτηρίζονται ως φέρελπις για περαιτέρω ψηφιακό μετασχηματισμό, τα στελέχη της αγοράς υποδεικνύουν την υγεία, την δημόσια διοίκηση, την παιδεία, την δικαιοσύνη και τις μεταφορές.