Τα παραδοσιακά κόμματα στη Γερμανία αποτυγχάνουν να πείσουν το «μέσον της κοινωνίας», ενώ ενισχύεται η απήχηση των λαϊκιστικών φωνών, σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Bertelsmann. Την μεγαλύτερη δυσκολία να απευθυνθούν στα μεσαία στρώματα αντιμετωπίζουν τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (SPD, Πράσινοι, FDP).
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας Ρόμπερτ Φάνκαμπ και Ζίλκε Μπόργκστεντ, οι πολίτες με μεσαίο εισόδημα εμφανίζονται μοιρασμένοι, ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούν ότι υφίστανται υπερβολική οικονομική και κοινωνική πίεση για αλλαγές και σε εκείνους που πιστεύουν ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν θέτει τις σωστές προτεραιότητες. Επιπλέον, «το γεγονός ότι η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) εξασφαλίζει μέχρι τώρα μόνο περιορισμένα οφέλη από την δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων προς την κυβέρνηση, δείχνει ότι η εμπιστοσύνη στα κόμματα της παλιάς "Δημοκρατίας της Βόννης" έχει γενικά μειωθεί».
Ούτε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ούτε οι Πράσινοι ούτε οι Φιλελεύθεροι, αλλά ούτε οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Χριστιανοκοινωνιστές καταφέρνουν επί του παρόντος «να δώσουν την εντύπωση της ενσυναίσθησης, της ικανότητας επίλυσης προβλημάτων και της ανταπόκρισης στα μεσαία στρώματα, προκειμένου να ανοσοποιήσουν το εκλογικό τους κοινό έναντι της λαϊκιστικής αποπλάνησης και κινητοποίησης», αναφέρεται στην έρευνα, η οποία βασίζεται σε τέσσερις επιμέρους μετρήσεις από τον Σεπτέμβριο του 2021 έως το τέλος Φεβρουαρίου του 2024.
Σύμφωνα με το Bertelsmann, το 56% της μερίδας των πολιτών, που οι εταιρίες δημοσκοπήσεων θεωρούν «μέσον της κοινωνίας», δήλωσε τον Ιανουάριο του 2024 «μάλλον αισιόδοξο» για το μέλλον. Ενδεικτικά, τον Μάιο του 2022 ανάλογη απάντηση είχε δώσει το 66%. Οι συντάκτες της έρευνας αναφέρονται στην «παραδοσιακή αστική μεσαία τάξη», επισημαίνοντας ότι «αισθάνεται πιεσμένη από τις συνεχείς απαιτήσεις για αλλαγή», κυρίως στα θέματα οικολογίας.
Δυσαρεστημένη όμως εμφανίζεται και η «προσαρμοστική - ρεαλιστική μεσαία τάξη», η οποία, αν και είναι πρόθυμη για αλλαγές, θεωρεί ότι της προκαλούν προβλήματα «οι καθυστερήσεις στις καινοτομίες, η εκτεταμένη γραφειοκρατία και η ψηφιοποίηση που δεν προχωρά». Οι δύο αυτές ομάδες πολιτών «αναζητούν αρμονία, προβλεψιμότητα και ασφάλεια της ευημερίας τους και αισθάνονται ότι οι ανησυχίες τους δεν γίνονται αντιληπτές», τονίζουν οι ερευνητές.
Το 73% των εκπροσώπων της «μεσαίας τάξης», συμφωνεί επίσης με την προοπτική χαλάρωσης του «φρένου χρέους», υπό την προϋπόθεση ότι ο επιπλέον δανεισμός θα διοχετευθεί στην βελτίωση των υποδομών και σε επενδύσεις προσανατολισμένες στο μέλλον, όπως σχολεία, δημόσιες συγκοινωνίες και προστασία του κλίματος.
«Είναι καλύτερα να δανειστούμε χρήματα σήμερα και να μην αφήσουμε στη νέα γενιά γκρεμισμένα σχολεία, χαλασμένους δρόμους και κατεστραμμένο περιβάλλον», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έρευνα. Μόνο το 27% των ερωτηθέντων προτάσσει , αντιθέτως, ως ύψιστη προτεραιότητα, «να αφήσουμε στα παιδιά μας όσο το δυνατόν μικρότερο χρέος».
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι έως τις εκλογές του 2025 υπάρχει ικανός χρόνος για να αλλάξει η εικόνα, επισημαίνουν όμως ότι μόνο το 17% του «παραδοσιακού αστικού κέντρου» υποστηρίζει τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, ενώ το 28% δηλώνει ότι θα μπορούσε να ψηφίσει CDU ή CSU, το 34% την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) και το 9% τη νεοσύστατη «Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ» (BSW). Οι ψηφοφόροι από την «προσαρμοστική - ρεαλιστική μεσαία τάξη» αντίστοιχα υποστηρίζουν κυβερνητικά κόμματα σε ποσοστό 26%, τα CDU και CSU σε 30% και την AfD σε 27%, ενώ η BSW θα έπαιρνε μόνο 4%, κάτω δηλαδή από το όριο εισόδου στην Bundestag.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ