Αν και η προσοχή όλων είναι στραμμένη στον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους το ΔΝΤ - όταν και εφόσον η ζώνη του ευρώ προσδιορίσει τις λεπτομέρειες για τη μεσοπρόθεσμη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους - λίγα έχουν ειπωθεί για τον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ θα καταρτίσει τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους από την οποία θα εξαρτηθεί το εάν η Ελλάδα θα μετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το γνωστό «QE».
Φως στις παραμέτρους της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους της ΕΚΤ έδωσε έρευνα που δημοσίευσε η κεντρική τράπεζα και η οποία υπογράφεται από επτά οικονομολόγους της, μεταξύ των οποίων ο επικεφαλής του κλιμακίου της ΕΚΤ για την Ελλάδα Φραντσέσκο Ντρούντι.
Σύμφωνα με τον ορισμό για την αειφορία του χρέους που υιοθετεί η έκθεση, το δημόσιο χρέος μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο όταν το πρωτογενές ισοζύγιο που απαιτείται για τη σταθεροποίηση του χρέους είναι οικονομικά και πολιτικά εφικτό, τόσο υπό το βασικό σενάριο, όσο και υπό το δυσμενές σενάριο (realistic shock scenarios), έτσι ώστε το επίπεδο του χρέους να είναι συνεπές τόσο με ένα αποδεκτά χαμηλό κίνδυνο αναχρηματοδότησης του, όσο και με τη διατήρηση της δυνητικής ανάπτυξης της οικονομίας σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Το πιο ενδιαφέρον για την Ελλάδα κομμάτι της μεθοδολογίας των οικονομολόγων της ΕΚΤ σχετίζεται με την αξιολόγηση των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων κινδύνων για τη ρευστότητα και φερεγγυότητα, που λαμβάνουν υπόψη τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (τα χρήματα που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους σε ετήσια βάση) και ένα σύνθετο δείκτη για την ευκολία αναχρηματοδότησης του χρέους. Στη βάση αυτή εξετάζεται η δομή των ωριμάνσεων του δημόσιου χρέους, τα περιθώρια για ενδεχόμενες υποχρεώσεις, η καθαρή οικονομική θέση της οικονομίας, αλλά και οι πολιτικοί κίνδυνοι.
Να σημειωθεί πως το ΔΝΤ έχει προτείνει για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους «αναστολή πληρωμών» ως το 2040 με επέκταση της περιόδου χάριτος στα υφιστάμενα δάνεια του EFSF για 17 ακόμα χρόνια, του ESM για άλλα έξι χρόνια και για τα δάνεια από τα κράτη μέλη της ΕΕ για 20 ακόμα χρόνια.
Πρόταση του ΔΝΤ είναι να επιμηκυνθεί η διάρκεια των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα από τα άλλα κράτη μέλη κατά 40 έτη, ως το 2080 από το 2040 που είναι σήμερα, αλλά και να επιμηκυνθούν τα δάνεια που εκδόθηκαν από το EFSF και τον ESM έως το 2080. Το ΔΝΤ προτείνει επίσης η Ελλάδα να μην πληρώνει ετησίως πάνω από 1,5% του ΑΕΠ της για την εξυπηρέτηση του χρέους από τον ESM και το EFSF ως το 2045.
Η ΕΚΤ δεν προβαίνει σε προτάσεις ελάφρυνσης του όγκου του χρέους, αλλά περιορίζεται στο να διαπιστώνει πότε αυτό δεν είναι βιώσιμο. Σύμφωνα με τους γενικούς ορισμούς που υιοθετεί ένα χρέος καθίσταται ασταθές όταν ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ, όταν αυξάνεται συνεχώς για περισσότερα από τρία έτη, όταν μια χώρα έχει για μια πενταετία πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα από το μέσον όρο της ή καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα 4% κατά μέσον όρο για μια δεκαετία, όταν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, όταν η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας είναι μικρότερη από Ba1, όταν το βραχυπρόθεσμο χρέος που ωριμάζει ως ποσοστό του ΑΕΠ ξεπερνά το 16%, όταν το χρέος που είναι εκπεφρασμένο σε ξένο νόμισμα ξεπερνά το 29,82%, όταν το ποσοστό του χρέους που είναι σε κυμαινόμενο επιτόκιο ξεπερνά το 66% του συνολικού χρέους, κ.α..