Ο «Daniel» δεν ήταν απλώς μια καταστροφή, ήταν μια βίαιη αλλαγή του κλίματος που απέδειξε με τον πιο σκληρό τρόπο ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλέον ένα «ρίσκο» που διαχειριζόμαστε, αλλά μια νέα, μόνιμη συνθήκη που απαιτεί την πλήρη αναθεώρηση των εργαλείων μας. Στο επίκεντρο αυτής της αναθεώρησης βρίσκεται το εθνικό σύστημα ασφάλισης της παραγωγής.
Το ερώτημα που πλανάται πάνω από τον πρωτογενή τομέα δεν είναι αν το τρέχον μοντέλο είναι επαρκές, αφού η απάντηση είναι σαφώς αρνητική, αλλά τι έρχεται να το συμπληρώσει ή να το αντικαταστήσει, για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του κλάδου.
Το υφιστάμενο εθνικό ασφαλιστικό σύστημα, όπως εκφράζεται από τον ΕΛΓΑ, είναι ένας μηχανισμός αλληλεγγύης, βασισμένος στις εισφορές των αγροτών. Σχεδιάστηκε δεκαετίες πριν, για να αντιμετωπίζει συγκεκριμένες, τοπικές και προβλέψιμες ζημιές: έναν παγετό, μια χαλαζόπτωση, μια πλημμύρα περιορισμένης έκτασης ίσως και κάποιες πιο έκτακτες καταστροφές, όχι όμως για τα μεγέθη ενός Daniel ή μιας εκτεταμένης πυρκαγιάς.
Το μοντέλο αυτό λειτουργούσε ικανοποιητικά σε έναν κόσμο με σχετικά σταθερές κλιματικές συνθήκες. Η οικονομική του λογική ήταν απλή: οι εισφορές όλων κάλυπταν τις ζημιές των λίγων.
Η Νέα Πραγματικότητα…
Αυτό που ζούμε σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό. Φαινόμενα όπως ο «Daniel» δεν προκαλεί απλές «ζημιές» αλλά είναι θα λέγαμε συστημικές καταστροφές που εξαλείφουν την παραγωγή σε ολόκληρες περιφερειακές ενότητες ή ακόμα και περιφέρειες!
Κανένα εθνικό, αμιγώς ανταποδοτικό σύστημα στον κόσμο δεν είναι σχεδιασμένο για να αντέξει αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα σε μία χρονιά. Όταν η ζημιά υπερβαίνει κατά χιλιάδες τοις εκατό τις ετήσιες εισφορές, το μοντέλο καταρρέει μαθηματικά. Δεν πρόκειται για αποτυχία διαχείρισης αλλά για υπέρβαση των ορίων σχεδιασμού του.

Η συνέπεια είναι ότι οι αποζημιώσεις αυτές καλύπτονται αναγκαστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, μετατρέποντας τελικά το ασφαλιστικό ρίσκο σε δημοσιονομικό πρόβλημα και δημιουργώντας τεράστιες καθυστερήσεις.
Αυτή η κατάσταση δημιουργεί ένα επικίνδυνο «ασφαλιστικό κενό». Ο αγρότης συνειδητοποιεί ότι, ακόμα κι αν είναι συνεπής στις εισφορές του, το παραδοσιακό σύστημα ενδέχεται να μην μπορεί να τον καλύψει πλήρως ή έγκαιρα από μια ολική καταστροφή.
Αυτό το κενό το βλέπουν πρώτοι οι χρηματοδότες του κλάδου… οι οποί δεν είναι άλλοι από τις τράπεζες. Όταν η παραγωγή, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι και η εξασφάλιση του δανείου, είναι εκτεθειμένη σε έναν συστημικό, ανασφάλιστο κίνδυνο, το τραπεζικό ρίσκο εκτοξεύεται. Η χρηματοδότηση του κλάδου γίνεται έτσι πιο ακριβή και πιο δύσκολη.
Η επόμενη μέρα;
Είναι σαφές ότι ο πρωτογενής τομέας δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς ένα νέο «δίχτυ ασφαλείας». Η αγορά και η πολιτεία αναζητούν ήδη λύσεις επόμενης γενιάς, που κινούνται προς υβριδικά μοντέλα.
- Η Είσοδος του Ιδιωτικού Τομέα: Το πιθανότερο σενάριο είναι η δημιουργία ενός συστήματος πολλαπλών επιπέδων. Το δημόσιο σύστημα (όπως ο ΕΛΓΑ) θα μπορούσε να συνεχίσει να καλύπτει τις βασικές, συχνές ζημιές (π.χ. χαλάζι). Από ένα όριο ζημιάς και πάνω, θα ενεργοποιείται ο ιδιωτικός ασφαλιστικός τομέας, ο οποίος με τη σειρά του θα χρησιμοποιεί τα κεφάλαια των διεθνών αντασφαλιστών για να καλύψει τις μαζικές καταστροφές.
- Νέα Εργαλεία: Εξετάζονται νέα, πιο ευέλικτα προϊόντα, όπως η «παραμετρική ασφάλιση». Εκεί, η αποζημίωση δεν υπολογίζεται με βάση την εκτίμηση της ζημιάς (μια χρονοβόρα διαδικασία), αλλά ενεργοποιείται αυτόματα όταν ένας δείκτης (π.χ. το ύψος της βροχής σε μια περιοχή) ξεπεράσει ένα προκαθορισμένο όριο.
Το βέβαιο είναι ένα: το μοντέλο «πληρώνω μια εισφορά και περιμένω από το κράτος» έχει φτάσει στα όριά του, όχι γιατί απέτυχε, αλλά γιατί οι συνθήκες που το γέννησαν δεν υπάρχουν πια. Η πρόκληση τώρα είναι η ταχύτητα με την οποία θα σχεδιαστεί το νέο, βιώσιμο μοντέλο που θα συνδυάζει δημόσια εποπτεία και ιδιωτικά κεφάλαια, πριν η επόμενη μεγάλη καταστροφή βρει τον κλάδο εντελώς απροστάτευτο.