Καθώς οι μη τραπεζικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί (NBFIs) αυξάνουν το μερίδιό τους και τη σημασία τους στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις τράπεζες για χρηματοδότηση, όπως αναφέρει σε έκθεσή του το ΔΝΤ. Εξέλιξη που σηματοδοτεί σημαντικούς κινδύνους.
Οι τράπεζες δανείζουν σε non financial banks, όπου με τη σειρά τους, δανείζουν απευθείας σε επιχειρήσεις και καταναλωτές και δραστηριοποιούνται στις αγορές κρατικών ομολόγων και σε άλλες αγορές. Όπως σημειώνουν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ, η έκθεση των τραπεζών σε NBFIs είναι μεγάλη: Στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα δάνεια προς NBFIs αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 9% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών, με το συνολικό ύψος των εκθέσεων να φτάνει περίπου τα 4,5 τρισ. δολάρια.
Η αυξανόμενη αυτή έκθεση δημιουργεί κίνδυνο συγκέντρωσης για ορισμένες τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Οι τράπεζες που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων του δείγματος που λαμβάνει το ΔΝΤ έχουν έκθεση σε NBFIs που υπερβαίνει το βασικό τους κεφάλαιο (Tier 1). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι μεγάλες τράπεζες αποτελούν τους κύριους δανειστές των NBFIs - καλύπτοντας το 90% του συνολικού δανεισμού προς αυτούς αυτές -η συγκέντρωση της έκθεσης είναι εντονότερη στις μεγάλες περιφερειακές τράπεζες και σε όσες διαθέτουν ενεργητικό κάτω των 100 δισ. δολαρίων. Στην Ευρώπη, ορισμένες μεγάλες τράπεζες εμφανίζουν παρόμοιο μοτίβο αυξημένης συγκέντρωσης, όπως αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Συγκεκριμένα μόνο η έκθεσή τους σε private equity και private credit funds είναι ιδιαίτερα σημαντική - ανέρχεται σε 497 δισ. δολάρια - και αυξάνεται ταχύτατα, κατά 59% μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2024 και του δεύτερου τριμήνου του 2025. Οι τράπεζες δανείζουν ολοένα και περισσότερο σε αυτούς, καθώς αποφέρουν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με τα παραδοσιακά επιχειρηματικά δάνεια — χάρη στις χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιτρέπονται λόγω της δομής των εξασφαλίσεων.
Η αυξανόμενη έκθεση των τραπεζών σε NBFIs σημαίνει ότι αρνητικές εξελίξεις σε αυτές, όπως υποβαθμίσεις ή πτώση της αξίας των εξασφαλίσεων, θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Οι οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αξιολόγησαν τον πιθανό αντίκτυπο στις τράπεζες της Ευρωζώνης και των ΗΠΑ υπό ένα σενάριο όπου το μέσο σταθμισμένο ρίσκο για τις εκθέσεις σε NBFIs αυξάνεται από 20% σε 50% και οι τράπεζες αποσύρουν το 100% των πιστωτικών γραμμών και των μη αντλημένων δεσμεύσεων.
Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η επίδραση στους δείκτες φερεγγυότητας των τραπεζών θα μπορούσε να είναι σημαντική. Οι δείκτες CET1 θα μειωθούν κατά περισσότερο από 100 μονάδες βάσης για το 10% των αμερικανικών τραπεζών και για το 30% των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Επιπλέον, το δυσμενές σενάριο του ΔΝΤ, σε συνδυασμό με ένα πρόσθετο σοκ σε NBFIs για τις τράπεζες τηςΕυρωζώνης και των ΗΠΑ, προβλέπει αύξηση του ποσοστού των αδύναμων τραπεζών — κυρίως στην Ευρώπη, καθώς οι πιο πληγείσες αμερικανικές τράπεζες έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως αδύναμες. Ο μέσος πρόσθετος αντίκτυπος στον δείκτη CET1 υπολογίζεται σε 120 μονάδες βάσης για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ και σε 65 μονάδες βάσης για τις αμερικανικές τράπεζες.