Στις κρίσιμες υποδομές και ειδικότερα στα λιμάνια στρέφεται τώρα η προσοχή των ΗΠΑ, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο γεωπολιτικής με το Πεκίνο, παρά τις προσπάθειες γεφύρωσης των σινοαμερικανικών εντάσεων.
Τα λιμάνια θεωρούνται κρίσιμης σημασίας υποδομές για το εμπόριο, την εφοδιαστική αλυσίδα και τη μετακίνηση αγαθών, ενώ έχουν στρατηγική σημασία για τον έλεγχο θαλασσίων διαδρομών με δυνατότητες επιρροής επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και πιθανές στρατιωτικές εφαρμογές (λόγω logistics και αποθήκευσης).
Ωστόσο, πολλά λιμάνια διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στα δίκτυα της Κίνας, όπως η Πρωτοβουλία μία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», που είναι ο νέος δρόμος του μεταξιού», ενώ ταυτόχρονα λειτουργούν και ως κόμβοι μεταφοράς της Κίνας προς την Ευρώπη.
Υπό αυτή την έννοια, ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός στις νέες σφαίρες επιρροής των λιμένων επηρεάζει σημαντικά την Ευρώπη, με το λιμάνι του Πειραιά να παίζει πρωτεύοντα θέση ως σημαντικός κόμβος για εμπορεύματα που εισέρχονται στην Ευρώπη από την Κίνα.
Πώς αντιδρούν οι ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ βλέπουν τις επενδύσεις της Κίνας σε λιμάνια τρίτων χωρών ως πιθανό τρόπο για αύξηση επιρροής, συλλογής πληροφοριών, ακόμη και πολιτικής ή στρατιωτικής εξάρτησης.
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ προσπαθεί να περιορίσει την παρουσία κινεζικών επιχειρήσεων σε κρίσιμες υποδομές λιμένων, κυρίως μέσω κανονισμών ασφαλείας ή χρήσης της «μαύρης λίστας», εν μέσω ανησυχιών ότι μπορεί να βρεθούν εξαρτημένες από αλυσίδες ανεφοδιασμού από λιμάνια που ελέγχονται ή διεκδικούνται από κινεζικές εταιρείες.

Είναι γνωστή η τακτική της Κίνας να επενδύει σε λιμάνια και σε κατασκευή υποδομών, είτε μέσω κρατικών εταιρειών είτε μέσω εταιρειών που σχετίζονται με το κράτος. Προσπαθεί δε, να ενσωματώσει αυτές τις υποδομές στην Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», ώστε να διασφαλίζει δρομολόγια, να ελέγχει διαμετακομιστικά κέντρα και να ασκεί επιρροή στην τοπική οικονομία και πολιτική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λιμάνι του Πειραιά, το πλειοψηφικό μερίδιο του οποίου διακατέχει η κινεζική Cosco. Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκε στο επίκεντρο σκανδάλου αποφυγής δασμών από αγαθά προερχόμενα από την Κίνα. Κύκλωμα φέρεται να εισήγαγε μεγάλες ποσότητες αγαθών από την Κίνα - π.χ. ηλεκτρικά ποδήλατα, σκούτερ, ρούχα, υποδήματα - τα οποία δήλωναν πολύ μικρότερη αξία ή άλλες παραποιήσεις των εγγράφων ώστε να αποφύγουν εισαγωγικούς δασμούς και ΦΠΑ. Ο εκτιμώμενος οικονομικός αντίκτυπος είναι χαμένα έσοδα 700 εκατ. ευρώ από δασμούς και ΦΠΑ τόσο για το ελληνικό κράτος όσο και την ΕΕ.
Οι επιπτώσεις και ο γεωπολιτικός παράγοντας
Τέτοιου είδους πρακτικές υπονομεύουν σαφώς την εμπιστοσύνη στους τελωνειακούς μηχανισμούς, αυξάνουν την επιτήρηση και συνεπώς τη γραφειοκρατία, δημιουργούν κανάλια διαφθοράς σε βάρος της ασφάλειας και της διαφάνειας και οδηγούν σε αθέμιτο ανταγωνισμό αφού επιχειρήσεις που συμμορφώνονται με τους φορολογικούς και τελωνειακούς κανονισμούς βρίσκονται σε μειονεκτική οικονομική θέση έναντι εκείνων που αποφεύγουν το κόστος μέσω απάτης.
Πολύ περισσότερο, το περιστατικό αυτό αποκτά και γεωπολιτική διάσταση, καθώς ενισχύει τις επιφυλάξεις της ΕΕ και των ΗΠΑ ως προς το κατά πόσον η παρουσία της Κίνας σε στρατηγικές υποδομές μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολιτικές ή οικονομικές πιέσεις ή για να διευκολύνει δίκτυα παράκαμψης κανονισμών.
Όσο μεγαλύτερη είναι η παρουσία κινεζικών εταιρειών υπό τον έλεγχο ή την επιρροή του κράτους σε λιμάνια, τόσο περισσότερες δυνατότητες υπάρχουν για επιχειρήσεις - καταχρηστικές ή παράνομες - να χρησιμοποιούν τις εν λόγω υποδομές για να διευκολύνουν παράνομες δραστηριότητες για δικό τους όφελος ή ως μέσο άσκησης ελέγχου και επιρροής.
Τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε χώρες μέλη της ΕΕ επικρατεί η αντίληψη ότι οι υποδομές λιμένων αποτελούν κρίσιμη εθνική ασφάλεια και όχι μόνο για το εμπόριο. Για το λόγο αυτό, πολλές φωνές στην ΕΕ ζητούν αυστηρότερους κανονισμούς ασφαλείας, μεγαλύτερη διαφάνεια στις ιδιοκτησίες των λιμένων και των εταιρειών διαχείρισης, καθώς και ενισχυμένους μηχανισμούς τελωνειακών ελέγχων.

Σαφώς, ο Πειραιάς έχει μετατραπεί σε κεντρικό σημείο όπου διασταυρώνονται γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Και ειδικά για τις ΗΠΑ, το παράδειγμα αποτελεί μια ευκαιρία να πιέσουν για τον περιορισμό της επιρροής της Κίνας σε υποδομές που θεωρούν στρατηγικές, συνδέοντας την οικονομική πολιτική με την εθνική και διεθνή ασφάλεια.
Οι επιδιώξεις Τραμπ
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση Τραμπ έχει ως αποστολή να αποδυναμώσει το παγκόσμιο δίκτυο λιμένων της Κίνας και να θέσει περισσότερους στρατηγικούς τερματικούς σταθμούς υπό δυτικό έλεγχο, όπως ανέφερε πρόσφατα το Reuters, επικαλούμενο πηγές.
Πρόκειται για την πιο φιλόδοξη προσπάθεια επέκτασης της ναυτιλιακής επιρροής των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1970 και έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσει τους αυξανόμενους φόβους στην Ουάσινγκτον ότι θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση έναντι της Κίνας σε περίπτωση επιδείνωσης των σχέσεων.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ πιστεύουν ότι ο στόλος εμπορικής ναυτιλίας των ΗΠΑ δεν είναι επαρκώς εξοπλισμένος για να παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη στον στρατό σε καιρό πολέμου και ότι η εξάρτηση της Ουάσινγκτον από ξένα πλοία και λιμάνια είναι υπερβολική.
Οι επιλογές που εξετάζει ο Λευκός Οίκος περιλαμβάνουν την υποστήριξη ιδιωτικών αμερικανικών ή δυτικών εταιρειών για την αγορά κινεζικών μεριδίων σε λιμάνια, ανέφεραν πηγές, χωρίς ωστόσο να κατονομάσουν κάποια συγκεκριμένη εταιρεία εκτός από την προτεινόμενη συμφωνία της BlackRock για την αγορά του ενεργητικού λιμένων της CK Hutchison του Χονγκ Κονγκ σε 23 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Διώρυγας του Παναμά. Οι ίδιοι αξιωματούχοι ανησυχούν για τις ναυτιλιακές υποδομές που κατέχει το Πεκίνο σε μέρη όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Καραϊβική και τα λιμάνια της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ, σύμφωνα πάντα με τις πηγές.
«Η κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρεί τις κινεζικές επενδύσεις σε λιμάνια διεθνώς ως τεράστια απειλή για την εθνική της ασφάλεια», δήλωσε στο Reuters ο Στιούαρτ Πουλ-Ρομπ, ιδρυτής της KCS Group, συμβουλευτικής εταιρείας για θέματα κινδύνου και πληροφοριών.
«Η ανησυχία έγκειται στο γεγονός ότι η Κίνα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τον έλεγχό της επί αυτών των περιουσιακών στοιχείων για κατασκοπεία, στρατιωτικό πλεονέκτημα ή για να διαταράξει τις αλυσίδες εφοδιασμού κατά τη διάρκεια γεωπολιτικών κρίσεων».