Το μίνιμουμ των προϋποθέσεων για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό προγράμμα, αλλά και το πόσο δύσκολο είναι να μετάσχει η Ελλάδα στο προγράμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, διαφάνηκαν στη χθεσινή τρίωρη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα.
Οι διαφωνίες που καταγράφηκαν στη δήλωση που εξέδωσε το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ για το βαθμό της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους όσο και για το ύψος των πλεονασμάτων μεσοπρόθεσμα, δείχνουν πως πλέον η χάραξη μιας κοινής γραμμής εντός του ΔΝΤ για το ελληνικό πρόγραμμα καθίσταται αρκετά δύσκολη, χωρίς αυτό όμως να θέτει απαραίτητα προσκόμματα στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Συγκεκριμένα, αν και υπήρχαν ορισμένοι Ευρωπαίοι διευθυντές που προσήψαν στους Πόουλ Τόμσεν και Ντέλια Βελκουλέσκου ότι ήταν πολύ «συντηρητικοί» σε ορισμένες από τις υποθέσεις τους στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, ωστόσο αυτή δεν ήταν η γνώμη της πλειοψηφίας και έτσι η έκθεση - που έκρινε μη βιώσιμο το χρέος- έλαβε τη στήριξη του Εκτελεστικού Συμβουλίου.
Αλλά για όσο οι πιέσεις του ΔΝΤ προς τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης για την ελάφρυνση του χρέους δεν οδηγούν σε αποτέλεσμα, το ελληνικό χρέος δεν θα μπορεί να χαρακτηριστεί βιώσιμο ούτε από την ΕΚΤ, κάτι που απομακρύνει τη συμμετοχή της χώρας στο QE (άλλωστε η έκθεση του ΔΝΤ δεν εμπεριέχει καμία αναφορά σε αυτό). Αυτό θα συμβεί ακόμη και εαν η ελληνική πλευρά δεχθεί να υιοθετήσει στόχο για υψηλά πολυετή πρωτογενή πλεονάσματα.
Σε κάθε περίπτωση στο χθεσινό Συμβούλιο της ΕΚΤ ξεκαθαρίσθηκε πως αυτό που αμφισβητούν τα στελέχη του Ταμείου είναι η ικανότητα της Ελλάδος να καταγράφει υψηλά πλεονάσματα για μεγάλα διαστήματα και με βιώσιμο τρόπο.
Στο σημείο αυτό η πλειοψηφία των διευθυντών τάχθηκε με την άποψη των Τόμσεν - Βελκουλέσκου πως ο μεσοπρόθεσμος στόχος του 1,5% είναι επαρκής και πως οποιοσδήποτε υψηλότερος στόχος για το πλεόνασμα θα πρέπει να μην έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη της οικονομίας. Στη θέση αυτή ξανά υπήρξε γερμανική αντίδραση με τον εκπρόσωπο της Γερμανίας να υποστηρίζει πως η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καταγράφει πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ.
Η γραμμή που χαράχθηκε για το θέμα αυτό είναι πως εάν η Ελλάδα δεν μπορεί να λάβει την υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων της για ένα πρόγραμμα που θα προβλέπει πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι θα πληρώσει υψηλότερο τίμημα ως προς την ανάπτυξη της οικονομίας της. Το ΔΝΤ θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα τέτοιο ενδεχόμενο μόνο εάν συμφωνήσει με τα μέτρα που θα ληφθούν από τις ελληνικές Αρχές.
Αυτό που καταδείχτηκε πάντως είναι πως το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ ομόφωνα στηρίζει τη διεύρυνση της φορολογική βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και τον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών. Αυτό το σημείο συνιστά το μίνιμουμ των απαιτούμενων που ζητά το ΔΝΤ, από την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους για να υπάρξει η όποια πρόοδος στη δεύτερη αξιολόγηση.