Η απόφαση της Gazprom να μειώσει τις προμήθειες φυσικού αερίου στην Ευρώπη στο 20% της χωρητικότητας προκάλεσε άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου και αύξησε τον κίνδυνο ελλείψεων στο ενεργειακό σκέλος κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Σύμφωνα με την Capital Economics, μια πλήρης διακοπή της ροής του φυσικού αερίου θα οδηγούσε σε ένα αυτοπροκαλούμενο χτύπημα και για την ίδια τη Ρωσία. Για την υπόλοιπη περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, εάν ενεργοποιούνταν τα δελτία περιορισμένης κατανάλωσης, θα είχαν άμεση επίπτωση στα νομίσματα, με περαιτέρω πτώση, κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής και βαθύτερη ύφεση σε χώρες όπως η Τσεχία και η Ουγγαρία.
Όπως αναφέρει ο Liam Peach, οικονομολόγος του think tank, η Ρωσία δεν διαθέτει αρκετά εφεδρικά αποθέματα φυσικού αερίου, επομένως εάν διατηρήσει χαμηλά τις ροές προς την ΕΕ για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε η παραγωγή φυσικού αερίου θα μειωθεί. Καθώς το 70% του φυσικού αερίου που παράγεται στη Ρωσία καταναλώνεται σε εγχώρια βάση και το 30% των εξαγωγών πηγαίνει σε χώρες εκτός της ΕΕ, η παραγωγή φυσικού αερίου μπορεί να είναι 20% χαμηλότερη σε περίπτωση που μειωθούν όλες οι εξαγωγές της ΕΕ. Αυτό θα μειώσει τη βιομηχανική παραγωγή κατά 1% και το ΑΕΠ κατά 0,3%.
Επιπλέον σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, οι εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ ανήλθαν σε 40 - 50 δισ. δολάρια το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, υπερδιπλάσιες συγκριτικά με την ίδια περίοδο πέρυσι. Η επίδραση της αύξησης των τιμών έχει κυριαρχήσει στον αντίκτυπο της πτώσης του όγκου στα έσοδα από εξαγωγές και ο Peach πιστεύει ότι αυτό θα συνεχίσει να ισχύει μέχρι το 2023. Η διακοπή όλων των προμηθειών της ΕΕ για τους επόμενους δώδεκα μήνες θα ισοδυναμούσε με μια απώλεια εσόδων ύψους 60 δισ. δολάρια ή 3% του ΑΕΠ, που μπορεί να συγκριθεί με το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας της τάξεως του 15% του ΑΕΠ.
Εν τω μεταξύ, η Ρωσία παράγει το 1,5% του ΑΕΠ ετησίως σε φορολογικά έσοδα στη βάση της παραγωγής και των εξαγωγών φυσικού αερίου, περίπου το ένα τέταρτο των οποίων θα χαθεί. Αυτό είναι ένα μεγάλο μέγεθος, αλλά σαφώς η Ρωσία μπορεί να αντέξει οικονομικά στο να κλείσει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου. Ο οίκος εξέτασε παράλληλα τις επιπτώσεις των τελευταίων εξελίξεων για την παγκόσμια οικονομία και προέβη σε αναθεώρηση της εκτίμησής της για την τιμή του φυσικού αερίου (συμβόλαια TTF) στην Ευρώπη στο τέλος του έτους από 120 ευρώ ανά MWh στα 150 ευρώ.
Από την άλλη, οι χώρες που είναι πιο ευάλωτες στην εφαρμογή του δελτίου είναι εκείνες που (i) εξαρτώνται περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο για τις ενεργειακές τους ανάγκες, (ii) είναι λιγότερο ικανές να εξασφαλίσουν εναλλακτικές προμήθειες και (iii) λιγότερο ικανές να μειώσουν τη ζήτηση φυσικού αερίου.
Έτσι, ορισμένες οικονομίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης εισάγουν όλο το φυσικό τους αέριο από τη Ρωσία και αυτές οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 25% της συνολικής διαθέσιμης ενέργειας, όπως είναι η Σλοβακία και η Ουγγαρία. Οι περισσότερες χώρες διαθέτουν επιλογές να αντικαταστήσουν το ρωσικό φυσικό αέριο, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας πρόσθετων προμηθειών και της αύξησης των εισαγωγών LNG. Ορισμένες χώρες θα μπορούσαν επίσης να αυξήσουν την παραγωγή άνθρακα, ιδιαίτερα η Πολωνία και η Βουλγαρία, όπου ο άνθρακας αποτελεί βασικό μέρος του ενεργειακού μείγματος, όπως επισημαίνει ο Peach.
Βέβαια, σε περίπτωση σοβαρών ελλείψεων, οι τιμές του φυσικού αερίου θα εκτοξευθούν και οι χώρες θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα υψηλότερο ενεργειακό κόστος εν μέσω ενός αγώνα που θα δίνουν για την εξασφάλιση υψηλότερων προμηθειών. Η Τουρκία και οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης θα αντιμετωπίσουν ένα ακόμη εμπορικό σοκ, με αύξηση του κόστους εισαγωγών και διεύρυνση των ήδη μεγάλων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε πιο ακραία επίπεδα. Τα νομίσματα επίσης θα υποχωρήσουν περαιτέρω και αυτό θα αυξήσει τον πληθωρισμό και θα ενισχύσει τις δευτερογενείς επιπτώσεις. Η Τουρκία θα αντιμετωπίσει και τον κίνδυνο μιας νέας νομισματικής κρίσης εάν η κεντρική τράπεζα της χώρας αποφύγει να ασκήσει αυστηρότερη νομισματική πολιτική.
Να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο πως σε περαιτέρω υποβάθμιση των εκτιμήσεών της για την αναπτυξιακή πορεία της Ευρωζώνης προχώρησε η Credit Suisse, αναμένοντας παράλληλα ότι η οικονομία θα συρρικνωθεί έως το τρίτο τρίμηνο του 2022 και του πρώτου του 2023, ακολουθούμενη από μια μέτρια ανάκαμψη από το δεύτερο τρίμηνο του επόμενου έτους και έπειτα.
Αναλυτικότερα, ο ελβετικός οίκος, προβλέπει πλέον ανάπτυξη 2,3% στην Ευρωζώνη για φέτος, από 2,4% που εκτιμούσε και -0,2% από 0,7% για το 2023, εκτιμήσεις αρκετά χαμηλότερες από το consensus των αναλυτών που τοποθετούν τον αναπτυξιακό «πήχη» στο 2,7% και στο 1,3% αντίστοιχα. Μάλιστα, οι οικονομικοί αναλυτές αναμένουν πως την πιο έντονη συρρίκνωση θα υποστούν η Γερμανία και η Ιταλία – δηλαδή δύο οικονομίες με ισχυρούς τομείς μεταποίησης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο, και στην περίπτωση της Ιταλίας μάλιστα, οφείλεται και στις εγχώριες πολιτικές πιέσεις.
Αντίστοιχα και η Goldman Sachs εκτιμά πως η ύφεση (στην Ευρωζώνη) θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη του έτους, προβλέποντας μια πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 0,1% στο τρίτο τρίμηνο και πτώση 0,2% στο τέταρτο τρίμηνο. Η ανάπτυξη θα επιστρέψει το 2023.