Η εκτίμηση πως ο στασιμοπληθωρισμός πρόκειται να είναι η πλέον πιθανή εκδοχή για την πορεία της οικονομίας στην Ευρώπη, παραμένει προς το παρόν μειοψηφική μεταξύ των οικονομικών αναλυτών.
Βασικός λόγος αντίθεσης στη μειοψηφική αυτή πρόβλεψη, πέρα από τις τοποθετήσεις των Κεντρικών Τραπεζών και των Κυβερνήσεων, ήταν και παραμένει το γεγονός ότι το τέλος της πανδημίας, θα απελευθερώσει την οικονομική δραστηριότητα με όλη τη δύναμη του ελατηρίου που είχε «συσπειρωθεί» από την εμφάνιση του covid το Μάρτιο του 2020 μέχρι σήμερα. Αυτής της δυναμικής άλλωστε έκφραση ήταν και οι αγωνιώδεις προσπάθειες αποφυγής των lockdown μέσω του εμβολιασμού, που εκδηλώθηκαν σαν οικονομικό αποτέλεσμα με την απότομη ανάκαμψη το καλοκαίρι του 2021.
Αυτό όμως που ακολούθησε υποχρέωσε τόσο τις Κεντρικές Τράπεζες όσο και τις Κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν τις αρχικές προσδοκίες σε όλα τα επίπεδα. Οι ρυθμοί ανάκαμψης επιβραδύνθηκαν πριν κλείσει το 202, καθώς το νέο κύμα της πανδημίας ήρθε να ανακόψει το «άνοιγμα» της οικονομίας, ενώ οι προβλέψεις για το 2022 αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω.
Το μείζον όμως «γεγονός» για την οικονομία, πέραν της επιβράδυνσης αυτής και σε συνδυασμό με αυτή, έχει να κάνει με την ανατροπή της πρόβλεψης περί προσωρινότητας των πληθωριστικών πιέσεων που είχαν αρχίσει να αναδύονται ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού. Η βιαιότητα και η μακρά διάρκεια της ενεργειακής κρίσης έχει «εξασφαλίσει» παράγοντες ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων που ακυρώνουν την αρχικά προβλεπόμενη προσωρινότητά τους. Το βάθος και η ένταση στις γεωπολιτικές εξελίξεις ιδιαίτερα στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας – Κίνας και της Ευρώπης, σε συνάρτηση με την ενεργειακή πράσινη μετάβαση, επιβεβαιώνουν τη μακράς διάρκειας τροφοδοσία του πληθωρισμού από τις ψηλές τιμές ενέργειας.
Η ανατροπή αυτή, προκάλεσε μία χωρίς προσχήματα, αλλαγή γραμμής για τις Κεντρικές Τράπεζες τόσο τη Fed όσο και την ΕΚΤ, ανεξάρτητα από την διαφορετικότητα της ρητορικής μεταξύ Πάουελ – Λαγκάρντ. Αυτή η αλλαγή εκφράστηκε με αποφάσεις που διατυπώθηκαν τον Δεκέμβριο και οι οποίες στοχεύουν κατά προτεραιότητα στον πληθωρισμό, παρά την ταυτόχρονα προβλεπόμενη επιβράδυνση της οικονομίας.
Οι αποφάσεις αυτές έχουν δύο σκέλη. Το ένα αφορά τη σταδιακή μείωση της χρηματοδότησης της οικονομίας μέσω της απόσυρσης των προγραμμάτων QE και το δεύτερο την αύξηση των επιτοκίων σε δεύτερη φάση.
Με δεδομένο ότι οι διαδικασίες αυτές, τόσο από την Fed όσο και από την ΕΚΤ εμφανίζονται να αφορούν σε σταδιακές παρεμβάσεις πρώτα και ταχύτερα στη διαθέσιμη ρευστότητα και σε δεύτερη φάση στο κόστος του χρήματος και τα επιτόκια, δρομολογούνται διαφορετικές αντιδράσεις από τα διαφορετικά επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας.
Οι χρηματαγορές είναι ο άμεσος αποδέκτης κάθε ουσιαστικής αλλαγής στην κατάσταση ρευστότητας. Και η σταδιακή αλλά σαφής συρρίκνωσή της έχει ήδη αρχίσει από τις αρχές του 2022 να αποτυπώνεται στους χρηματιστηριακούς δείκτες.
Όσο για το κόστος του χρήματος και το ύψος των επιτοκίων, με δεδομένη την εξαγγελθείσα αργή και με πολύ μικρά βήματα μεταβολή τους δεν φαίνεται ακόμα να απασχολεί τις αγορές, όσο η απόσυρση των προγραμμάτων αυξανόμενης αγοράς χρέους από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι απέναντι στην τροφή αυτή η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας και μαζί της η BoJ (Ιαπωνία) πήραν αμυντική θέση εξαγγέλλοντας την διατήρηση των πολιτικών νομισματικής χαλάρωσης.
Με άλλα λόγια το 2022, έρχονται να συνδυαστούν τρεις εντελώς διαφορετικοί παράγοντες από εκείνους που επικρατούσαν το 2021:
- Επίμονες πληθωριστικές πιέσεις,
- επιβράδυνση της οικονομικής ανάκαμψης σε σύγκριση με το 2021 και
- περιορισμός της ρευστότητας με παράλληλη αύξηση του κόστους του χρήματος.
Με αυτούς τους όρους και χωρίς να μπορεί να στηριχθεί κανείς στη βεβαιότητα της ορατής εξόδου από το περιβάλλον της πανδημίας, το ενδεχόμενο της οικονομικής στασιμότητας σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού αρχίζει να διακρίνεται ολοένα και περισσότερο στον οικονομικό ορίζοντα του 2022. Και αυτό ανεξάρτητα από τις διαφορετικές προσδοκίες που τροφοδοτούνται από τους επίσημους φορείς...