Η ενισχυμένη ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών δημιουργεί προϋποθέσεις για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους. Ήδη παρατηρούνται νέες συνεργασίες καθώς και εξαγορές και συγχωνεύσεις με τράπεζες του εξωτερικού και με άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, αναφέρει στην έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας η Τράπεζα της Ελλάδος.
Συγκεκριμένα, η Eurobank τον Ιούνιο του 2025 ολοκλήρωσε τη διαδικασία του δικαιώματος εξαγοράς (squeeze out) για την απόκτηση του 100% των μετοχών της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο και εν συνεχεία έλαβε τις εποπτικές εγκρίσεις για τη συγχώνευση της τελευταίας με τη Eurobank Κύπρου. Πιο πρόσφατα, η Eurobank υπέγραψε σχέδιο συμφωνίας με τη Fairfax για την απόκτηση του 80% της ασφαλιστικής εταιρίας Eurolife Life. Επίσης, η Alpha Bank ανακοίνωσε νωσε τον Αύγουστο του 2025 ότι η UniCredit αύξησε περαιτέρω, κατά περίπου 5%, τη συμμετοχή της στην τράπεζα, με το συνολικό ποσοστό της να ανέρχεται σε 26% περίπου. Νωρίτερα, η Alpha Bank είχε συνάψει συμφωνία για την εξαγορά της τράπεζας AstroBank στην Κύπρο (Ιούνιος 2025), η οποία ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο, καθώς και των εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών εταιριών FlexFin και Axia Ventures (Αύγουστος 2025), ενώ το Νοέμβριο του 2024 είχε μεταβιβάσει το 90,1% των μετοχών της θυγατρικής της Alpha Bank Romania στην UniCredit. Τέλος, το Μάρτιο του 2025 η Τράπεζα Πειραιώς συνήψε σύμβαση αγοραπωλησίας με τοχών για την εξαγορά του 90,01% της Εθνικής Ασφαλιστικής, η οποία ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο με την απόκτηση του 100% της εταιρίας, ενώ το Σεπτέμβριο η CrediaBank, που προέκυψε από τη συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα, ανακοίνωσε την επικείμενη εξαγορά του 70,03% των μετοχών της HSBC Bank Malta από την HSBC. Οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών των τραπεζών και τις συνεχείς αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, δημιουργώντας ευνοϊκές προοπτικές για το μέλλον.
Συνοπτικά, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να ενισχύει την κερδοφορία και την ανθεκτικότητά του εν μέσω αυξημένων κινδύνων και αβεβαιότητας στο γενικότερο περιβάλλον. Ωστόσο, οι αβεβαιότητες στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι αυξημένες και κατά συνέπεια αποτελούν πηγές ενδεχόμενων κινδύνων για τις τράπεζες της ευρωζώνης και τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Απέναντι στους εξωγενείς αυτούς κινδύνους, είναι σημαντικό οι ελληνικές τράπεζες να συνεχίσουν τη θετική τους πορεία και να παραμείνουν σε τροχιά επίτευξης των μεσοπρόθεσμων στόχων τους, ώστε οι διαρκείς βελτιώσεις και ενδεχόμενες περαιτέρω αναβαθμίσεις να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στο περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας.
Αναλυτικότερα, οι ελληνικές τράπεζες καταγράφουν ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη, με βελτίωση της κερδοφορίας τους και διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας σε υψηλά επίπεδα. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε ελαφρά μέσα στο έτος για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, μειώνοντας περαιτέρω την απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2025 επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες, ακόμη και στο δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο, διατηρούν επίπεδα ιδίων κεφαλαίων που υπερβαίνουν τις κανονιστικές απαιτήσεις και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι ισχυρές επιδόσεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτυπώνονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των τραπεζών, εξέλιξη που αντανακλά επίσης την ενίσχυση του πλαισίου μακροπροληπτικής εποπτείας και τις θετικές επιδράσεις από τις αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Αναλυτικότερα, το πρώτο εννεάμηνο του 2025 τα καθαρά κέρδη του συνόλου των ελληνικών τραπεζών (σημαντικών και λιγότερο σημαντικών) αυξήθηκαν, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης της καθαρής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και της ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από προμήθειες και λοιπές πηγές. Στην εξέλιξη αυτή θετική συμβολή είχαν τα έκτακτα έσοδα από αναβαλλόμενο φόρο, τα οποία προέκυψαν από τη συναλλαγή συγχώνευσης με απορρόφηση της Alpha Υπηρεσιών και Συμμετοχών από την Alpha Bank στο πλαίσιο του εταιρικού μετασχηματισμού.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, έχοντας κατά μέσο όρο συγκλίνει με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς. Θετικά επιδρούν, εκτός της ενισχυμένης καθαρής κερδοφορίας, οι εκδόσεις χρεογράφων πρόσθετων κεφαλαίων Κατηγορίας 1 (Additional Tier 1) και οι εκδόσεις ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης (Tier 2).
Η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε ελαφρά το πρώτο εννεάμηνο του 2025 σε σύγκριση με το τέλος του 2024. Αναλυτικότερα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε ατομική βάση, έχοντας υποχωρήσει αισθητά το Δεκέμβριο του 2024 σε σχέση με το Σεπτέμβριο του 2024, παρέμεινε σε χαμηλό επίπεδο και το Σεπτέμβριο του 2025. Επίσης, μειώθηκε και το ποσοστό των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που παρουσιάζουν αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο σε σχέση με την αρχική αναγνώριση (Stage 2) ως προς το σύνολο των δανείων (σε ατομική βάση).
Όσον αφορά τη ρευστότητα των τραπεζών, παρότι ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio) και ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio) μειώθηκαν ελαφρώς σε σύγκριση με το τέλος του 2024, αμφότεροι παραμένουν σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από την εποπτική απαίτηση και από τους αντίστοιχους δείκτες των τραπεζών της ευρωζώνης. Επίσης, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις παραμένει σημαντικά χαμηλότερος στις ελληνικές τράπεζες σε σύγκριση με τις τράπεζες της ευρωζώνης. Συνολικά, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να ενισχύει την κερδοφορία και την ανθεκτικότητά του εν μέσω αυξημένων κινδύνων και αβεβαιότητας στο γενικότερο περιβάλλον.