Αύξηση 7,6% σημείωσε η επιβατική κίνηση του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών «Ελ. Βενιζέλος» το α' εξάμηνο του 2025, και ανήλθε σε 15,1 εκατομμύρια επιβάτες, σε σχέση με το 1ο εξάμηνο του 2024, με τους επιβάτες εσωτερικού και εξωτερικού να αυξάνονται κατά 2,2% και 9,8% αντίστοιχα.
Κατά το 1ο τρίμηνο του 2025, η επιβατική κίνηση έφτασε τα 5,8 εκατομμύρια, αυξημένη κατά 11,4% σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2024, με τους επιβάτες εσωτερικού και εξωτερικού να αυξάνονται κατά 3,1% και 14,9% αντίστοιχα. Το 2ο τρίμηνο του 2025, η συνολική επιβατική κίνηση ανήλθε σε 9,3 εκατομμύρια, αντανακλώντας αύξηση 5,3% σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2024, και οι επιβάτες εσωτερικού και εξωτερικού αυξήθηκαν κατά 1,7% και 6,8% αντίστοιχα.
Τα συνολικά κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) διαμορφώθηκαν σε 189,8 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 0,6% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Το προσαρμοσμένο EBITDA διαμορφώθηκε σε 182,3 εκατ. ευρώ, ελαφρώς μειωμένο κατά 0,6% σε σχέση με το 1ο εξάμηνο του 2024, υποδηλώνοντας προσαρμοσμένο περιθώριο EBITDA για την περίοδο 59,2%, εναρμονισμένο με τους βραχυπρόθεσμους στόχους της Εταιρείας.
Τα Κέρδη προ Φόρων το 1ο εξάμηνο του 2025 διαμορφώθηκαν σε 120,2 εκατ. ευρώ έναντι 126,9 εκατ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2024. Ο φόρος εισοδήματος μειώθηκε κατά 1,9 εκατ. ευρώ ή 6,2% σε 28,0 εκατ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2025 από 29,9 εκατ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2024. Ως εκ τούτου, τα Κέρδη Μετά από Φόρους του 1ου εξαμήνου 2025 ανήλθαν σε 92,2 εκατ. ευρώ, ή 4,9 εκατ. ευρώ χαμηλότερα από την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Επιπλέον, το σύνολο εσόδων και λοιπών εισοδημάτων αυξήθηκε κατά 5,0%, σε 308,2 εκατ. ευρώ από 293,6 εκατ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2024, αντικατοπτρίζοντας την πολιτική Αεροπορικών Χρεώσεων του 2025 και την ισχυρή εμπορική επίδοση.
Σύμφωνα με το IFRIC 12 των ΔΠΧΑ, το κόστος σχεδιασμού και κατασκευής του Προγράμματος Επέκτασης του Αεροδρομίου (Airport Expansion Program – AEP) λογιστικοποιείται βάσει του μοντέλου του άυλου περιουσιακού στοιχείου, το οποίο απαιτεί από την Εταιρεία να αναγνωρίζει τα έσοδα και τα έξοδα από τις παρεχόμενες κατασκευαστικές υπηρεσίες, καθώς ο κύριος της παραχώρησης διατηρεί τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των υποδομών. Το κόστος αυτό, το οποίο ανέρχεται σε 19,5 εκατ. ευρώ για το 1ο εξάμηνο του 2025, αποτιμάται στην εύλογη αξία, χωρίς κάποιο περιθώριο κέρδους, και κατά συνέπεια δεν επηρεάζει τη συνολική κερδοφορία. Για λόγους συγκρισιμότητας, τα έσοδα και έξοδα που σχετίζονται με το κόστος της επέκτασης του Αεροδρομίου δεν περιλαμβάνονται στους σχετικούς πίνακες.
Τα έσοδα και λοιπά εισοδήματα από Αεροπορικές Δραστηριότητες ανήλθαν σε 230,5 εκατ. ευρώ, υψηλότερα κατά 3,2% σε σχέση με το 1ο εξάμηνο του προηγούμενου έτους. Η εν λόγω αύξηση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των εσόδων από τις Αεροπορικές Χρεώσεις και το Τέλος Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αερολιμένων, τα οποία σε σύνολο ανήλθαν σε 179,6 εκατ. ευρώ, υψηλότερα κατά 3,0% συγκριτικά με το 1ο εξάμηνο του 2024, εξαιτίας της αύξησης της επιβατικής κίνησης κατά +7,6%, σε συνδυασμό με την αναπροσαρμογή των Τελών Αεροδρομίου, σύμφωνα με το ρυθμιστικό πλαίσιο. Σημειώνεται ότι το μειωμένο Τέλος Εκσυγχρονισμού και Ανάπτυξης Αερολιμένων σε σχέση με το 1ο εξάμηνο του 2024 έχει αντισταθμιστεί πλήρως μέσω ισόποσης αναπροσαρμογής της Χρέωσης Εξυπηρέτησης Επιβατών (Passenger Terminal Facility charge - PTF), ενώ τα έσοδα από Αεροπορικές Χρεώσεις του 1ου εξαμήνου 2025 επηρεάζονται επίσης από τις αναπροσαρμογές των Τελών Αεροδρομίου της Εταιρείας για το 2025, συμπεριλαμβανομένου του Προγράμματος Ενίσχυσης Βιώσιμης Ανάπτυξης που τέθηκε σε ισχύ από τον Ιανουάριο 2025.
Τα έσοδα και λοιπά εισοδήματα από τις Μη Αεροπορικές Δραστηριότητες το 1ο εξάμηνο του 2025 ανήλθαν σε 77,7 εκατ. ευρώ, υψηλότερα κατά 10,6% σε σύγκριση με το 1ο εξάμηνο του 2024 κυρίως λόγω της αύξησης των εσόδων από εμπορικές δραστηριότητες κατά 10,0% σε 50,1 εκατ. ευρώ σε σχέση με τα 45,5 εκατ. ευρώ του 1ου εξαμήνου του προηγούμενου έτους. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στις ισχυρές επιδόσεις των νέων concepts καταστημάτων που εισήχθησαν στα μέσα του 2024, στην αύξηση του αριθμού των επιβατών, κυρίως από προορισμούς εκτός Σένγκεν με υψηλότερη αγοραστική δύναμη, καθώς επίσης και στην ευνοϊκή σύγκριση σε σχέση με 1ο εξάμηνο 2024, δεδομένου ότι το προηγούμενο έτος είχε επιβαρυνθεί από προσωρινές διακοπές λειτουργίας λόγω εκτεταμένων ανακαινίσεων.
Τα λειτουργικά έξοδα για το 1ο εξάμηνο του 2025, εξαιρουμένου του κόστους που αφορά στο Πρόγραμμα Επέκτασης του Αεροδρομίου, ανήλθαν σε 118,4 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 15,7 εκατ. ευρώ ή 15,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Σημαντικό μέρος αυτής της απόκλισης προέρχεται από το υψηλότερο μεταβλητό τμήμα της Αμοιβής Χορήγησης Δικαιωμάτων σε 24,3 εκατ. ευρώ από 19,8 εκατ. ευρώ, που υπολογίστηκε με βάση την αυξημένη κερδοφορία του 2024.
Εξαιρουμένου του μεταβλητού τμήματος της Αμοιβής Χορήγησης Δικαιωμάτων, τα λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 11,2 εκατ. ευρώ ή 13,5% υψηλότερα από το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω:
- των πρόσθετων πόρων (προσωπικό της Εταιρείας και υπηρεσίες από τρίτους) που απαιτήθηκαν για τη διαχείριση της αυξημένης κίνησης σε σχέση με το προηγούμενο έτος,
- των αυξήσεων του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο του 2025, καθώς και τον αντίκτυπο, σε ολόκληρο το έτος, της αύξησης του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο του 2024,
- του αυξημένου κόστους ηλεκτρικής ενέργειας που οφείλεται στις υψηλότερες τιμές, και
- της αυξημένης πρόβλεψης για εκτεταμένη συντήρηση διαδρόμων, τροχοδρόμων και φωτοσήμανσης αεροδρομίου (airfield lighting).
Οι προοπτικές
Oι κυριότεροι παράγοντες που στηρίζουν τη ζήτηση για ταξίδια στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι ισχυροί, συμβάλλοντας στη διατήρηση θετικής προοπτικής, σημειώνει η διοίκηση. Η Εταιρεία διατηρεί αμετάβλητη την εκτίμησή της όσον αφορά στην επιβατική κίνηση, η οποία αναμένεται να κινηθεί με μεσαίο μονοψήφιο ποσοστιαίο ρυθμό ανάπτυξης το 2025, με σταδιακή προσαρμογή σε χαμηλότερα μονοψήφια ποσοστά σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι πρωτοβουλίες μας στο μάρκετινγκ και στην ανάπτυξη της αεροπορικής αγοράς συνεχίζουν να εστιάζουν στη διατήρηση αυτής της δυναμικής, ενισχύοντας τις συνεργασίες με τις αεροπορικές εταιρείες και επεκτείνοντας περαιτέρω τις συνδέσεις της Αθήνας, με έμφαση σε προορισμούς υψηλής αγοραστικής δύναμης και μεγάλων αποστάσεων. Καθώς προχωράμε με τα έργα επέκτασης του Αεροδρομίου, παραμένουμε απολύτως δεσμευμένοι στα υψηλότερα πρότυπα ασφάλειας και υπηρεσιών, μέσα από αυστηρά συγκροτημένο επιχειρησιακό σχεδιασμό.
Για το 2025, τα έσοδα από τις Αεροπορικές Δραστηριότητες θα αντικατοπτρίζουν τις επικαιροποιημένες χρεώσεις μετά την ετήσια διαδικασία διαβούλευσης. Τα έσοδα ανά επιβάτη από τις Αεροπορικές Χρεώσεις αναπροσαρμόζονται λόγω της σταδιακής εξάντλησης του Μεταφερόμενου Ποσού (μη ανακτήσιμα κόστη ή μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη).
Κατά συνέπεια, η ετήσια κερδοφορία από τις Αεροπορικές Δραστηριότητες θα ευθυγραμμιστεί με το 15% Απόδοσης επί του Κεφαλαίου Αεροπορικών Δραστηριοτήτων, που ενισχύεται με την εφαρμογή του πολυετούς προγράμματος αύξησης κεφαλαίου μέσω της Επανεπένδυσης Μερίσματος (Scrip Dividend Program).
Στον τομέα των Μη Αεροπορικών Δραστηριοτήτων, η πρόβλεψη της Εταιρείας παραμένει αμετάβλητη, με την απόδοση ανά επιβάτη να εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερή συνολικά για το 2025. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, τα έσοδα ανά επιβάτη θα αντιμετωπίσουν πίεση, εξαιτίας των περιορισμών στους διαθέσιμους εμπορικούς χώρους, κατά την περίοδο των κατασκευαστικών εργασιών, οι οποίοι θα αποκαθίστανται σταδιακά, καθώς τα νέα εμπορικά τμήματα του Προγράμματος Επέκτασης Αεροδρομίου θα τίθενται σε λειτουργία.
Σύμφωνα με τις υφιστάμενες προβλέψεις, τα έσοδα από τις υπηρεσίες στάθμευσης οχημάτων για το 2025 αναμένεται να επηρεαστούν σε μέτριο βαθμό σε συνέχεια της έναρξης των εργασιών κατασκευής του πολυώροφου χώρου στάθμευσης τον Ιούλιο του 2025. Ωστόσο, αυτή η επίπτωση θα μετριαστεί εν μέρει μέσω στοχευμένων δράσεων, όπως η επέκταση των υπαίθριων χώρων στάθμευσης στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις.
Παρότι εξακολουθούμε να στοχεύουμε σε περιθώρια Προσαρμοσμένου EBITDA άνω του 60% σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – προβλέπεται μια μεταβατική περίοδος ενός έως δύο ετών, κατά την οποία τα περιθώρια ενδέχεται να περιοριστούν προσωρινά κατά περίπου 100 μονάδες βάσης.