Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το μερίδιο των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας άγγιξε το 22% το 2020, σύμφωνα με την Eurostat. Το ποσοστό αυτό συνιστά υπέρβαση κατά 2% του στόχου που είχε τεθεί για τη συμμετοχή των «πράσινων» πηγών ενέργειας στο σύνολο της Ε.Ε., σύμφωνα με την κοινοτική Οδηγία 2009/28/ΕΚ.
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, τα εν λόγω αποτελέσματα αποτελούν ένα σημαντικό βήμα στις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050.
Όσον αφορά τις επιδόσεις κάθε κράτους-μέλους, σύμφωνα με την Eurostat, στην περίπτωση της Ελλάδας η «πράσινη» συμμετοχή στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας διαμορφώθηκε στο 21,7% το 2020. Επομένως, η χώρα μας υπερκάλυψε τον στόχο για το 2020, ο οποίος προέβλεπε ως οι «πράσινες» πηγές ενέργειας θα κάλυπταν τουλάχιστον το 18%.
Συνολικά, 26 κράτη-μέλη πέτυχαν ή υπερκέρασαν τους αντίστοιχους εθνικούς στόχους που έθετε η Οδηγίας. Οι χώρες με τις μεγαλύτερες επιδόσεις ήταν οι Σουηδία και Κροατία (και οι δύο 11% πάνω από τους στόχους τους) και η Βουλγαρία (7% πάνω). Στον αντίποδα, η επίδοση της Γαλλίας υπολειπόταν κατά 3,9% του εθνικού της στόχου.
Μείωση εξάρτησης από τα ορυκτά
Η Eurostat επισημαίνει πως η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει πολλά δυνητικά οφέλη, συμπεριλαμβανομένων της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, της διαφοροποίησης του ενεργειακού εφοδιασμού και της μειωμένης εξάρτησης από τις αγορές ορυκτών καυσίμων (ιδίως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου). Η ανάπτυξη των ΑΠΕ μπορεί επίσης να τονώσει την απασχόληση στην ΕΕ, μέσω της δημιουργίας θέσεων εργασίας σε νέες «πράσινες» τεχνολογίες.
Με κριτήριο το μερίδιο των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, στην πρώτη θέση και με διαφορά βρέθηκε η Σουηδία, με ποσοστό60%. Ακολούθησε η Φινλανδία (44 %) και η Λετονία (42%). Τις χαμηλότερες θέσεις, με τα μικρότερα ποσοστά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κατέλαβαν η Μάλτα (11 %), ακολουθούμενη από το Λουξεμβούργο (12%) και το Βέλγιο (13%).
Σε επίπεδο ΕΕ, η αιολική και η υδροηλεκτρική ενέργεια αντιπροσώπευαν το 2020 πάνω από τα 2/3 της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές (36 και 33%, αντίστοιχα). Το υπόλοιπο 1/3 προήλθε από ηλιακή ενέργεια (14 %), στερεά βιοκαύσιμα (8 %) και άλλες ανανεώσιμες πηγές (8%).
Η ηλιακή ενέργεια είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη κατηγορία ΑΠΕ, με δεδομένο ότι το 2008 είχε μερίδιο μόλις 1%. Αυτό σημαίνει ότι η ενίσχυση της ηλεκτροπαραγωγής από ηλιακή ενέργεια ήταν κατακόρυφη, καθώς αυξήθηκε από μόλις 7,4 TWh (Τεραβατώρες) το 2008 σε 144,2 TWh το 2020.