Οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας αντέχουν γενικώς πάρα πολύ καλά. Οι πιο «φρέσκες» εκτιμήσεις από το Υπουργείο Οικονομικών είναι για επαναφορά του τζίρου στον τουρισμό στο 105% με 110% των επιδόσεών του 2019, στηρίζοντας όχι μόνο την εν λόγω αγορά, αλλά γενικότερα το κλίμα στην οικονομία. Το ίδιο ισχύει για τις εξαγωγές αγαθών, για την βιομηχανική παραγωγή, για την πορεία πολλών κλάδων με όχημα και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Αλλά και τα μέτρα στήριξης που λαμβάνονται και αυτά καθησυχάζουν - σε κάποιο βαθμό - τις καταναλωτικές ανησυχίες.
Από μόνα τους όμως ούτε τα (περιορισμένα λόγω των εντολών των Βρυξελλών) μέτρα στήριξης, ούτε ο τουρισμός, ούτε τα κονδύλια της Ε.Ε. μπορούν να αντισταθμίσουν όλο αυτό πού γίνεται διεθνώς στο οικονομικό και όχι μόνο πεδίο. Η πληθωριστική λαίλαπα συνεχίζει να δείχνει τα δόντια της, με τα στοιχεία και για το Σεπτέμβριο τα οποία θα ανακοινώσει τη Δευτέρα (10/10) η ΕΛΣΤΑΤ να αναμένονται και πάλι δυσοίωνα. Τουλάχιστο με βάση τα πρώτα δεδομένα που δείχνουν επιτάχυνση του εναρμονισμένου δείκτη κατά μία περίπου ποσοστιαία μονάδα...
Αλλά και οι προσδοκίες για το μέλλον, όπως αποτυπώνονται για το σύνολο της οικονομίας, δείχνουν τις λεπτές ισορροπίες προς το παρόν διατηρούνται αλλά θέλουν και τύχη και... δράση για να διατηρηθούν. Γιατί, ας μην ξεχνάμε ο χειμώνας θα είναι πιο δύσκολος όχι μόνο λόγο του κρύου που έρχεται, αλλά και λόγω της εποχικότητας στο μεγαλύτερο «ατού» της Ελλάδος, στον κλάδο του τουρισμού.
Ας δούμε λοιπόν το καμπανάκι που ήδη ηχεί μέσα από τα επί μέρους στοιχεία του δείκτη οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ που ανακοινώθηκε προ ημερών. Συνολικά το Σεπτέμβριο τα νέα ήταν πάρα πολύ καλά με άνοδο του δείκτη στις 105,1 μονάδες (επίπεδα πολύ υψηλότερα από ότι το προηγούμενο δίμηνο που ήταν στις 101,7 -101,8 μονάδες). Η στήριξη αυτή προήλθε κυρίως από τον τουρισμό (κλάδο υπηρεσιών), αλλά και από μία σχετική «διόρθωση» της στάσης των ελληνικών νοικοκυριών από τα πολύ αρνητικά επίπεδα των προηγούμενων μηνών.
Πέρα όμως από τη γενική καλή εικόνα, μία πιο… εντοπισμένη ματιά καταγράφει 2 κλάδους που δέχθηκαν πιέσεις: ήταν η βιομηχανία και το λιανεμπόριο στα ίδια στοιχεία του Σεπτεμβρίου. Ένα κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν το ιστορικό αρνητικό που κατεγράφη στην αβεβαιότητα για το οικονομικό περιβάλλον. Στην ερώτηση για την ευκολία πρόβλεψης της μελλοντικής ανάπτυξης της επιχείρησης, τον Σεπτέμβριο το 70% των βιομηχανικών επιχειρήσεων θεώρησαν ότι αυτή μπορεί να προβλεφθεί δύσκολα ή σχετικά δύσκολα (από 48% πριν). Στο λιανεμπόριο στην ίδια ερώτηση το 68% απάντησε και αυτό πως είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Πέρα από το ρεκόρ αβεβαιότητας, στο ίδιο ερωτηματολόγιο υπήρχαν και άλλες απαντήσεις βιομηχάνων και λιανεμπόρων που δεν είναι ασύνδετες με την κρίσιμη καμπή στην οποία είναι η αγορά. Η βιομηχανία σε ποσοστό 30% περιμένει νέα άνοδο τιμών και στο λιανικό εμπόριο το 65% αναμένει αυξήσεις το «ράφι». Άλλωστε, αυτοί που φτιάχνουν τους τιμοκαταλόγους ξέρουν και τι προκαλείται στην αγορά από τη συνεχή άνοδο του κόστους των αγαθών, οπότε είναι φυσικό να νιώθουν αβεβαιότητα…