Το ενδεχόμενο κάποιου συμβιβασμού μεταξύ των βασικών πολιτικών δυνάμεων στη Γαλλία, ώστε να εγκριθεί ο κρατικός προϋπολογισμός του 2026, σχολιάζει η Επικεφαλής Επενδύσεων της UBS Wealth Management στη Γαλλία, Claudia Panseri. Όπως λέει, μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να περιλαμβάνει ηπιότερες προβλέψεις για περικοπή δαπανών και αύξηση φόρων, ενώ ενδέχεται να επανεξεταστεί και η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού.
«Αν και η πολιτική αβεβαιότητα ίσως περιοριστεί κάπως βραχυπρόθεσμα, το ασφάλιστρο κινδύνου για το γαλλικό χρέος αναμένεται να παραμείνει υψηλό» εκτιμά η ίδια και επισημαίνει πως, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι εύθραυστη και εκτεθειμένη σε μια άμεση πρόταση δυσπιστίας.
Ένας τέτοιος συμβιβασμός και ο ορισμός νέου υπηρεσιακού πρωθυπουργού θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν έναν ελάχιστο βαθμό διακυβέρνησης, υπό την προϋπόθεση ότι θα βρεθεί κοινό έδαφος.
Έλλειμμα άνω του 5% το 2026
Πριν υποβάλει την παραίτησή του, ο Λεκορνί στόχευε σε περικοπές δαπανών και πρόσθετα έσοδα συνολικού ύψους 41 δισ. ευρώ για το 2026, ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα πρότεινε δημοσιονομική προσπάθεια 22 δισ. ευρώ. Ο τελικός προϋπολογισμός, όπως εκτιμά η Panseri, πιθανότατα θα κινηθεί τελικά κάπου ανάμεσα, στα επίπεδα των 22–25 δισ. ευρώ.
Η ίδια εξηγεί ότι για το 2026 υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που απειλούν να διευρύνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας: υψηλότερες πληρωμές τόκων, αυξημένες συνεισφορές προς την ΕΕ και μεγαλύτερες δαπάνες για την άμυνα. Συνολικά, οι δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν, ενώ τα έσοδα θα αυξηθούν με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, ελλείψει διορθωτικών μέτρων, το έλλειμμα θα διευρυνθεί.
Το γαλλικό χρέος
«Αναμένουμε ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας, που ήδη βρίσκεται στο 113% για το 2024, θα επιδεινώνεται κατά 2-3 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως μεσοπρόθεσμα» αναφέρει η Panseri και εξηγεί ότι αυτό είναι ο λόγος που η UBS διατηρεί αρνητικό («Deteriorating») outlook για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Γαλλίας. Ο οίκος μάλιστα θεωρεί ότι οι επενδυτές θα πρέπει να αποφεύγουν τα γαλλικά κρατικά ομόλογα μεγάλης διάρκειας, λόγω των επίμονων δημοσιονομικών και πολιτικών προκλήσεων.
Προς το παρόν, η εξυπηρέτηση το δημοσίου χρέους της Γαλλίας θα απαιτήσει φέτος μόλις το 4% των κρατικών εσόδων, έναντι άνω του 13% στις ΗΠΑ. «Ο κίνδυνος είναι ότι το επιτόκιο του δημόσιου χρέους θα μπορούσε να κινηθεί σταθερά πάνω από τον ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Αν συμβεί αυτό, θα πρέπει να επιτευχθεί θετικό πρωτογενές πλεόνασμα για να αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη άνοδος του χρέους και, όσο υψηλότερο είναι το χρέος, τόσο μεγαλύτερο χρειάζεται να είναι αυτό το πλεόνασμα» εξηγεί η Panseri. Όπως επισημαίνει, όσο καθυστερεί η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή, τόσο αυξάνεται το μέγεθός της. Εκτιμά επίσης ότι η προσαρμογή αυτή θα πρέπει κυρίως να λάβει τη μορφή περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, αν και μια αύξηση των υποχρεωτικών εισφορών είναι αναπόφευκτη, δεδομένης της έκτασης της προσαρμογής που απαιτείται.
Προειδοποίηση προς επενδυτές
Η UBS WM εκτιμά ότι οι διεθνείς επενδυτές θα πρέπει να παραμείνουν επιφυλακτικοί έναντι των γαλλικών assets. Το ασφάλιστρο κινδύνου στα γαλλικά ομόλογα πιθανώς θα παραμείνει αυξημένο, ενώ αν υπάρξουν νέες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Γαλλίας θα αυξηθεί η μεταβλητότητα στις ευρωπαϊκές αγορές σταθερού εισοδήματος. Οι επενδυτές με παγκόσμια χαρτοφυλάκια θα πρέπει να εξετάσουν τη μείωση της έκθεσής τους σε γαλλικά κρατικά ομόλογα μεγάλης διάρκειας και να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, καθώς τα πολιτικά σοκ στη Γαλλία μπορούν να έχουν επιπτώσεις ευρύτερα στις ευρωπαϊκές αγορές.
Οι Ευρωπαίοι επενδυτές θα πρέπει επίσης να είναι επιλεκτικοί με τις γαλλικές μετοχές. Παρότι μέρος της πολιτικής αστάθειας έχει ήδη ενσωματωθεί στις τιμές των μετοχών της μεγάλης κεφαλαιοποίησης, περαιτέρω πτώση είναι πιθανή λόγω του υψηλού βαθμού αβεβαιότητας.
Ακόμη κι αν η πολιτική κατάσταση σταθεροποιηθεί, οι δημοσιονομικές προκλήσεις και η έλλειψη σταθερής πολιτικής πλειοψηφίας θα λειτουργήσουν ως διαρκές βάρος για τις γαλλικές μετοχές, ενδεχομένως μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές το 2027. «Οι Ευρωπαίοι επενδυτές ίσως προτιμήσουν να επικεντρωθούν σε πιο διεθνοποιημένες εταιρείες του δείκτη CAC 40, που είναι λιγότερο εκτεθειμένες σε εγχώριους κινδύνους, αν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν εμπόδια από το δύσκολο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον» καταλήγει η Panseri.