Η διάσπαση της διεθνούς κοινότητας, με συσπειρώσεις γύρω από τον αμερικανικό πόλο από τη μία πλευρά, και τον κινεζικό πόλο από την άλλη, συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και ένταση.
Η είδηση ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος συναντήθηκε με Ευρωπαίους αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον και ζήτησε από την ΕΕ την επιβολή δασμών σε Ινδία και Κίνα σηματοδοτεί περισσότερα από όσα φανερώνει μια απλή ανάγνωση. Ουσιαστικά αποκαλύπτει ότι οι ΗΠΑ ακολουθούν πλέον μια πιο επιθετική πολιτική συσπείρωσης των συμμάχων τους, σε σχέση με όσα έχουμε δει τους προηγούμενους μήνες, από την έναρξη δηλαδή της δεύτερη θητείας του Ντόναλντ Τραμπ.
Όπως σημειώνει σε πρόσφατή ανάλυσή της η Capital Economics, αυτό ακριβώς είναι ένα από τα σημεία αβεβαιότητας για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα από εδώ και στο εξής. Αν δηλαδή οι κινήσεις του Τραμπ θα συνεχίσουν να οδηγούν σταδιακά και στοχευμένα στη διάσπαση της διεθνούς κοινότητας, όπως μέχρι πρόσφατα, ή αν θα δούμε κινήσεις πιο απότομες που ίσως έχουν ανεπιθύμητες συνέπειες. Μια τέτοια συνέπεια θα μπορούσε να είναι η αποδυνάμωση της συνοχής του αμερικανικού «στρατοπέδου» που, αν και είναι απίθανο να οδηγήσει στη διάσπασή του, εντούτοις ανοίγει τη «βεντάλια» των πιθανών σεναρίων για το πώς θα μοιάζει ο κόσμος σε μερικά χρόνια από σήμερα.
Κι αν φαίνεται απίθανο να αλλάξει «στρατόπεδο» π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένης και της αδυναμίας της να αναδειχθεί η ίδια σε τρίτο πόλο, δεν ισχύει το ίδιο για μια σειρά από άλλες χώρες που μέχρι στιγμής συντάσσονται πιο «χαλαρά» με τον αμερικανικό πόλο.
Από τον Μπάιντεν στον Τραμπ
Στο τέλος της διακυβέρνησης Μπάιντεν, οι κινήσεις διάσπασης, από την πλευρά της Δύσης έμοιαζα σχετικά ήπιες. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας επικεντρώνονταν στο να μειώσουν την εξάρτηση από την Κίνα σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η τεχνολογία, οι ημιαγωγοί, τα κρίσιμα μέταλλα και τα φαρμακευτικά προϊόντα, και κινούνταν σε γενικές γραμμές με προσοχή.
Οι ΗΠΑ πλέον χρησιμοποιούν τους υψηλούς δασμούς για να αποθαρρύνουν το εμπόριο σε ένα ευρύτατο φάσμα κλάδων. Δεν είναι ακόμα απολύτως σαφές αν αυτή η πολιτική μπορεί να αναστραφεί ή αν η κυβέρνηση Τραμπ θα την εντείνει, ώστε να διακόψει ακόμα περισσότερους οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα. Ωστόσο, όπως τονίζει η Capital Economics, οι ΗΠΑ ήδη εκβιάζουν άλλες χώρες προκειμένου να διαμορφώσουν μια πιο συνεκτική κοινή στάση απέναντι στην Κίνα.
Η περίπτωση της Ινδίας
Σύμφωνα με την Capital Economics, οι πιθανότητες η Ινδία να συμμαχήσει με την Κίνα παραμένουν χαμηλές. Αφενός, διότι η συνοριακή διαμάχη με την Κίνα εξακολουθεί να υφίσταται, ενώ οι στενοί δεσμοί της Κίνας με το Πακιστάν παραμένουν πηγή ανησυχίας για το Νέο Δελχί. Επιπλέον, η Ινδία έχει εφαρμόσει μέχρι σήμερα τα πιο επιθετικά -από κάθε άλλη χώρα- μέτρα αντιντάμπινγκ κατά της Κίνας.
Αφετέρου, με δεδομένη την κυρίαρχη θέση της Κίνας σε επίπεδο διεθνούς παραγωγής, η Ινδία πιθανότατα θα μπορούσε να ωφεληθεί περισσότερο οικονομικά αν συνεργαζόταν με το μπλοκ των ΗΠΑ, προβάλλοντας τον εαυτό της ως αξιόπιστη εναλλακτική βάση παραγωγής. Προς το παρόν, πάντως, οι πολιτικές των ΗΠΑ ίσως έχουν αποκλείσει αυτή την πιθανότητα, κι έτσι το πιο πιθανό είναι η Ινδία να υιοθετήσει μια πιο ουδέτερη στάση παρά να συνταχθεί με την Κίνα.
Ένας κόσμος χωρισμένος στα δύο
Η πιο πιθανή πορεία, όπως εκτιμά η Capital Economics, είναι ένας κόσμος διαιρεμένος σε δύο οικονομικά και γεωπολιτικά μπλοκ, το ένα επικεντρωμένο στην Ουάσιγκτον και το άλλο στο Πεκίνο. Η πρόκληση είναι ότι το μπλοκ υπό τις ΗΠΑ, το οποίο αντιπροσωπεύει τα δύο τρίτα του παγκόσμιου ΑΕΠ, μπορεί να δυσκολευτεί να παραμείνει ενωμένο απέναντι στην απρόβλεπτη πολιτική του Τραμπ και την κοσμοθεωρία του, που θεωρεί κάθε χώρα, σύμμαχο ή μη, ανταγωνιστή. Η Δύση δεν φαίνεται πλέον να συνδέεται με κοινές φιλελεύθερες αξίες. Αυτό που κάποτε ήταν αδιανόητο, ότι δηλαδή οι σύμμαχοι των ΗΠΑ θα μπορούσαν να απομακρυνθούν, τώρα φαίνεται, σε κάποιο βαθμό, πιθανό.

Παρόλα αυτά, ΗΠΑ και Κίνα παραμένουν σήμερα εξίσου κυρίαρχες, σε διεθνές επίπεδο, ως προμηθευτές τεχνολογίας. Όπως σημειώνει η Capital Economics, στον βαθμό που η μελλοντική οικονομική ευημερία και ασφάλεια μιας χώρας εξαρτάται από την ασφαλή πρόσβαση σε προηγμένα προϊόντα και τεχνολογίες, τότε η κάθε χώρα δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά να συμμαχήσει με τον πόλο που μπορεί να τους τα παρέχει. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τα εμπόδια για μια χώρα που θέλει να απομακρυνθεί είτε από τις ΗΠΑ, είτε από την Κίνα, θα είναι πολύ μεγάλα. Πέραν αυτού, υπάρχουν κι άλλες δυνάμεις που κρατούν τα μπλοκ ενωμένα: αλυσίδες εφοδιασμού, κοινές αξίες, κοινοί προβληματισμοί για την ασφάλεια. Οι πολιτικές εντάσεις, από μόνες τους, δεν διασπούν τα μπλοκ όσο διατηρούνται αυτοί οι δεσμοί.
Επιπλέον, αν τα μπλοκ διασπαστούν, θα πληγούν και οι δύο υπερδυνάμεις. Ιδίως όμως οι ΗΠΑ, όπως εκτιμά η Capital Economics, των οποίων η δύναμη έγκειται στην ποικιλία των συμμάχων τους. Αυτή η ποικιλία δίνει στο μπλοκ των ΗΠΑ τη δυνατότητα να αναπαράγει πολλά από τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης εντός του ίδιου του μπλοκ. Το αμερικανικό μπλοκ περιλαμβάνει οικονομίες γνώσης και υψηλού εισοδήματος όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία, προηγμένους κατασκευαστές όπως η Ταϊβάν και η Κορέα, παραγωγούς χαμηλού κόστους όπως το Βιετνάμ και το Μεξικό, και ενεργειακούς γίγαντες όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία.
Είναι επομένως κρίσιμο για την Ουάσιγκτον να μπορέσει να κρατήσει τους συμμάχους της ενωμένους. Αν με οποιονδήποτε τρόπο αφήσει το μπλοκ της να διασπαστεί, θα έχει πετύχει ένα θεαματικό γεωπολιτικό αυτογκόλ. Και σε αυτή την εποχή, αυτό είναι ένα λάθος που η Δύση δεν μπορεί να αντέξει.
Σε κάθε περίπτωση, οι σύμμαχοι της Αμερικής δεσμεύονται τελικά από αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ουάσιγκτον, έτσι η γεωοικονομική επιρροή της Κίνας σημαίνει ότι οι σύμμαχοί της πρέπει όλο και περισσότερο να υπακούν στο Πεκίνο. Η ουδετερότητα είναι δελεαστική, αλλά στην πράξη θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί.