Σταθερή ανάκαμψη κατέγραψε η οικονομία το 2017 σύμφωνα με της εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, στην ετήσια έκθεση για το 2017, η οικονομία σημείωσε ανάπτυξη 2,5% και στο τέλος του έτους είχε καταγράψει 18 συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης, η οποία ήταν η ισχυρότερη που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία. Η διασπορά των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει παρατηρηθεί από την έναρξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης
Η απασχόληση σημείωσε άνοδο 1,6% ενώ χαρακτηριστική ήταν η υψηλή συμμετοχή των γυναικών και των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων στην αγορά εργασίας. Αντίστοιχα, η ανεργία έπεσε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 9 ετών ενώ συνολικά, από τα μέσα του 2013 μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκαν 7,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας αντισταθμίζοντας τις θέσεις που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
«Όπως και τα προηγούμενα έτη, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο σε αυτή την ανάκαμψη και σύγκλιση. Το 2017 εξαλείφθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι ασυμμετρίες που είχαν χαρακτηρίσει στο παρελθόν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής μας, ενώ οι συνθήκες χρηματοδότησης σταθεροποιήθηκαν σε πολύ ευνοϊκά επίπεδα σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Αυτό συνέβαλε ώστε ο ρυθμός αύξησης των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα να σημειώσει τη μεγαλύτερη επιτάχυνση που έχει παρατηρηθεί μετά την εκδήλωση της κρίσης το 2008. Ωστόσο, οι ισχυρές επιδόσεις της πραγματικής οικονομίας δεν συνοδεύθηκαν από ανάλογες εξελίξεις στον πληθωρισμό. Ενώ ο μετρούμενος πληθωρισμός ανέκαμψε σε σχέση με προηγούμενα ιστορικώς χαμηλά επίπεδά του και διαμορφώθηκε σε 1,5% κατά μέσο όρο στο σύνολο του έτους, οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παρέμειναν υποτονικές και ο υποκείμενος πληθωρισμός δεν παρουσίασε ενδείξεις διαρκούς ανοδικής τάσης.
Οι διαφορετικές προοπτικές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό αντίστοιχα διαμόρφωσαν τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στη διάρκεια του έτους και μας οδήγησαν στην προσαρμογή του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Τον Οκτώβριο το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να μειώσει περαιτέρω το μηνιαίο ύψος των αγορών τίτλων από 60 δισεκ. ευρώ σε 30 δισεκ. ευρώ, αλλά να παρατείνει το πρόγραμμα κατά τουλάχιστον εννέα μήνες έως τον Σεπτέμβριο του 2018. Επιπλέον, τον Μάρτιο του 2018 το Διοικητικό Συμβούλιο δεν επανέλαβε στις επίσημες ανακοινώσεις του τη ρητή αναφορά στην ετοιμότητά του να διευρύνει το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων εφόσον οι προοπτικές καταστούν λιγότερο ευνοϊκές.
Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου αντανακλούσαν την αυξανόμενη εμπιστοσύνη του στις προοπτικές της οικονομίας, στο πλαίσιο των οποίων, εάν η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής έμενε αμετάβλητη, θα γινόταν ολοένα πιο επεκτατική. Ταυτόχρονα όμως, αναγνώριζαν ότι χρειάζεται υπομονή έως ότου αναπτυχθούν πληθωριστικές πιέσεις και ότι είναι αναγκαία η επιμονή στη νομισματική πολιτική μας ούτως ώστε η δυναμική του πληθωρισμού να αποκτήσει διάρκεια και να γίνει αυτοτροφοδοτούμενη. Αν και η νομισματική πολιτική επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, μπορεί να έχει και παρενέργειες.
Για τον λόγο αυτόν, η ΕΚΤ συνέχισε να παρακολουθεί προσεκτικά τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα το 2017, οι οποίοι φάνηκε να είναι συγκρατημένοι. Η ισχυρότερη ανάπτυξη σε όρους ονομαστικού ΑΕΠ συνέβαλε στη μείωση των κινδύνων, διότι βελτίωσε τη βιωσιμότητα του χρέους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Οι λόγοι του χρέους και στους δύο τομείς μειώθηκαν στα επίπεδα που επικρατούσαν στις αρχές του 2008, γεγονός που δείχνει ότι η ανάκαμψη δεν έχει επιτευχθεί με τίμημα την εκ νέου αύξηση της μόχλευσης στον ιδιωτικό τομέα. Πράγματι, σχεδόν για πρώτη φορά από την έναρξη της Νομισματικής Ένωσης, η ιδιωτική δαπάνη αυξήθηκε, ενώ η δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε», σημειώνει ο κ. Ντράγκι.
Η βελτίωση της οικονομίας προσέφερε ένα «παράθυρο» ευκαιρίας στις τράπεζες να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους. Η ισχυρότερη οικονομία συνέβαλε στη σταθεροποίηση της κερδοφορίας χάρη στο μεγαλύτερο όγκο επιχειρηματικών συναλλαγών και στη μείωση των δαπανών.
Οι τράπεζες της ευρωζώνης μείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από το 8% που ήταν το 2014 στο 5,2% το τρίτο τρίμηνο του 2017. Τα «κόκκινα δάνεια» μειώθηκαν κατά 119 δις ευρώ κατά τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2017 ενώ κρίνονται απαραίτητες περαιτέρω κινήσεις για τη μείωση του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ΕΚΤ εξακολούθησε να παρακολουθεί τις συνθήκες που επικρατούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές, στις οποίες το 2017 επικράτησε σχετική ηρεμία αλλά παρέμειναν ευάλωτες στον κίνδυνο των απότομων ανατιμήσεων. Αυτοί οι κίνδυνοι φάνηκαν να επιβεβαιώνονται στις αρχές του 2018 αν και μέχρι τώρα δεν σημειώθηκαν δευτερογενείς συνέπειες (κίνδυνοι μετάδοσης) στην ευρωζώνη.