Η ελληνική οικονομία διέρχεται περίοδο που καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης από την ευρωπαϊκή, ενώ παράλληλα η δημοσιονομική σταθερότητα έχει παγιωθεί, η αγορά εργασίας βελτιώνεται, οι επενδύσεις ανακάμπτουν και οι εξαγωγές ενισχύονται, τονίζει η Alpha Bank μέσα από το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, υπογραμμίζοντας πως μία από τις σημαντικότερες αδυναμίες της που είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία σε συνδυασμό με τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού υπονομεύει τις αναπτυξιακές της προοπτικές σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Πριν την οικονομική κρίση, η Ελλάδα είχε προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην παραγωγικότητα μετρούμενη με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων, ενώ υπολειπόταν αυτού στην παραγωγικότητα μετρούμενη με βάση τον αριθμό των ωρών εργασίαςi. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης καταγράφηκε σημαντική αποδυνάμωση των δύο μεγεθών και μεγάλη απόκλιση από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Η απόκλιση αυτή διατηρείται παρά τη βελτίωση που καταγράφει η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα μετά την πανδημίαiv και η οποία συνεχίστηκε το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 1,2% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο, ενώ η παραγωγικότητα με βάση τις ώρες εργασίας αυξήθηκε κατά 3,3%. Οι κυριότεροι παράγοντες που συντελούν στη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα είναι οι ακόλουθοι:
- Πρώτον, η μεγάλη πτώση των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα των παραγωγικών επενδύσεων όπως είναι αυτές σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις επενδύσεις και η υποχώρησή τους σε επίπεδα χαμηλότερα των αποσβέσεων παγίου κεφαλαίου είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση του αποθέματος του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας. Κατά συνέπεια, ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας «συνεργαζόταν» με χαμηλότερης ποσότητας και ποιότητας κεφάλαιο (αφού δεν ενσωματωνόταν επαρκώς η νέα τεχνολογία) αποδυναμώνοντας την παραγωγικότητα. Μολονότι την τελευταία πενταετία οι επενδύσεις έχουν ανακάμψει τόσο σε πραγματικά μεγέθη όσο και ως ποσοστό στο ΑΕΠ, απέχουν σημαντικά τόσο από τα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την οικονομική κρίση όσο και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα, ενώ το 2008 οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στο 23,3% στην Ελλάδα έναντι 23% στην ΕΕ-27, το 2024 τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ελλάδα ήταν στο 16% (το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ-27) έναντι 21,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επιπρόσθετα, το 2024 οι επενδύσεις στην Ελλάδα σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό υπολείπονταν κατά περίπου 25% των αντίστοιχων του 2008, παρά τη σημαντική άνοδο από το 2021, ενώ αντίθετα στην ΕΕ-27 οι αντίστοιχες επενδύσεις το 2024 υπερέβησαν αυτές του 2008 κατά 11,5% (Γράφημα 1β).
- Δεύτερον, η δομή της οικονομίας. Η συγκριτικά μεγαλύτερη συμμετοχή των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας δυσχεραίνει την επίτευξη οικονομίων κλίμακας, ενώ περιορίζει τη δυνατότητα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με εκτιμήσεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024v, σχεδόν το 47% των απασχολουμένων στην Ελλάδα (ΕΕ-27: 30,1%) εργάζεται σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 10 άτομα, με τους αυτοαπασχολούμενους να αντιπροσωπεύουν το 27,1% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα μας (ΕΕ-27: 13,7%)vi. Ένας άλλος δομικός παράγοντας σχετίζεται με τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας προς τις υπηρεσίες -των οποίων η πλειονότητα των κλάδων είναι εντάσεως εργασίας- έναντι της βιομηχανίας που είναι περισσότερο εντάσεως κεφαλαίου. Το ποσοστό της βιομηχανίας στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) ανήλθε το 2024 σε 15,1% και παρά την αύξηση του εν λόγω ποσοστού σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία εξακολουθεί να παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ-27. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε σύγκριση με το 2008 η παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική βιομηχανία έχει βελτιωθεί, γεγονός που συνδέεται με τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, ιδιαίτερα την τελευταία πενταετία (Γράφημα 2α).
- Τρίτον, η αργή ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις που επίσης συνδέεται, σε κάποιο βαθμό, με την επενδυτική άπνοια της προηγούμενης δεκαετίας. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεωνvii το 57% των ελληνικών επιχειρήσεων χρησιμοποιεί προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίεςviii, το οποίο είναι το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ-27 μετά από το αντίστοιχο της Κροατίας και είκοσι μονάδες χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπρόσθετα, μόλις το 19% των ελληνικών επιχειρήσεων κάνει χρήση εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ)ix, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ-27 (Γράφημα 2β). Σημειώνεται ότι οι χώρες των οποίων οι επιχειρήσεις εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά χρήσεων εφαρμογών ΤΝ, όπως η Φινλανδία, η Δανία και η Ολλανδία, είναι μεταξύ των χωρών που καταγράφουν από τις υψηλότερες επιδόσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 37%, οριακά υψηλότερα έναντι του αντίστοιχου ποσοστού των αμερικανικών επιχειρήσεων. Δράσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και αποσκοπούν στον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, αλλά και στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού σε ψηφιακές δεξιότητες, δύναται να οδηγήσουν στη σύγκλιση της Ελλάδας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη χρήση ψηφιακών εργαλείων όπως η ΤΝ.
- Τέταρτο, παράγοντες που σχετίζονται με το ανθρώπινο κεφάλαιο όπως οι αναντιστοιχίες των ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, οι οποίες αντανακλώνται στην ταυτόχρονη παρουσία υψηλών επιπέδων διαρθρωτικής ανεργίας και σημαντικής στενότητας στην εύρεση προσωπικού από τις επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, οι σημαντικές εκροές ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, μεταξύ των οποίων άτομα υψηλής εξειδίκευσης (brain drain), έπληξαν τη δυναμική της παραγωγικότητας της εργασίας.
«Συνοψίζοντας, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δύναται να προέλθει μέσω της αύξησης των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση της τεχνολογικής και ψηφιακής αναβάθμισης. Προς αυτή την κατεύθυνση, πέρα από την πλήρη αξιοποίηση των πόρων αναπτυξιακών εργαλείων (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ), κρίσιμης σημασίας είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με στόχο την εμπέδωση ενός σταθερού και φιλικού προς τις επενδύσεις επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Επιπλέον, τόσο η βελτίωση της διασύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας -οδηγώντας σε αποτελεσματικότερη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων- όσο και η επιστροφή μέρους του ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλής εξειδίκευσης (brain re-gain) θα συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας» καταλήγει.
 
 