Η μάχη με την ακρίβεια στα τρόφιμα, που αποτελεί το Νο1 πρόβλημα για κάθε νοικοκυριό και επιχείρηση, φαίνεται πως έχει χαθεί στους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ. Μια τέτοια… μάχη… κερδίζεται, ή χάνεται, μήνες νωρίτερα, στα ελληνικά χωράφια. Σήμερα, ο πρωτογενής τομέας εκπέμπει SOS, και αυτό που βιώνει ο αγρότης ως κρίση ρευστότητας και παραγωγής, θα το βιώσει ο καταναλωτής ως ένα νέο, πεισματικό κύμα πληθωρισμού τροφίμων.
- Διαβάστε ακόμα - Απειλή για τη φέτα: Η κρίση γάλακτος και το κόστος στο ράφι
Η εξίσωση είναι απλή και ταυτόχρονα αμείλικτη. Ο Έλληνας παραγωγός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια «τέλεια καταιγίδα».
- Εκρηκτικό Κόστος: Οι τιμές σε βασικές εισροές όπως τα καύσιμα, τα λιπάσματα, οι ζωοτροφές και η ενέργεια παραμένουν σε δυσθεώρητα ύψη, συμπιέζοντας κάθε περιθώριο κέρδους.
- Κλιματική Αβεβαιότητα: Οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης, με τις καταστροφές όπως ο «Daniel» ή οι παρατεταμένες ξηρασίες, έχουν μετατρέψει την παραγωγή σε ένα ρίσκο υψηλών απαιτήσεων.
- Ασφυξία Ρευστότητας: Πάνω απ' όλα, η πρωτοφανής απορρύθμιση και οι καθυστερήσεις στις πληρωμές των ενισχύσεων έχουν στερήσει από τον αγρότη το βασικό του κεφάλαιο κίνησης. Εκτός των άλλων αυτή η ασφυξία δημιουργεί αβεβαιότητα σε όλες τις επιχειρήσεις που υποστηρίζουν τους αγρότες.
Τελικά, αυτή η ασφυξία στο χωράφι πυροδοτεί μια αλυσιδωτή αντίδραση που φτάνει μέχρι το ράφι.
Όταν ο παραγωγός δεν έχει ρευστότητα, αναγκάζεται να λάβει αποφάσεις που μειώνουν την εθνική παραγωγή και αυξάνουν το κόστος της:
1. Πτώση Ποσότητας (Λιγότερα Εφόδια)
Ο αγρότης που δεν έχει μετρητά δεν μπορεί να αγοράσει την ποσότητα ή την ποιότητα των εφοδίων που απαιτεί η σύγχρονη καλλιέργεια. Αναγκάζεται να περιορίσει τη λίπανση, να χρησιμοποιήσει φθηνότερους σπόρους ή να μειώσει τις ποσότητες ζωοτροφών. Αυτό, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγεί σε μικρότερη τελική παραγωγή ανά στρέμμα ή ανά ζώο.

Σε ακραίες περιπτώσεις, ολόκληρες εκτάσεις μένουν ακαλλιέργητες, καθώς το ρίσκο της επένδυσης χωρίς κεφάλαιο κίνησης είναι απαγορευτικό ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, ξερικές καλλιέργειες καλλιεργούνται αντί των παραδοσιακών ποτιστικών καλλιεργειών.
2. Αύξηση Κόστους (Ακριβότερη Χρηματοδότηση)
Το κενό ρευστότητας που αφήνει το κράτος, κάποιος πρέπει να το καλύψει. Ο αγρότης αναγκάζεται να στραφεί είτε σε τραπεζικό δανεισμό (με υψηλά επιτόκια λόγω του αυξημένου ρίσκου) είτε να αγοράσει εφόδια «με πίστωση» από τους προμηθευτές, οι οποίοι ενσωματώνουν το δικό τους χρηματοοικονομικό κόστος στην τελική τιμή (αν και εφόσον αυτοί έχουν τη δυνατότητα να πιστώσουν). Αυτό το επιπλέον κόστος μετακυλίεται αναπόφευκτα στο προϊόν.
Το κενό στην αγορά και ο ρόλος των εισαγωγών
Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο για τον καταναλωτή. Η μειωμένη εγχώρια παραγωγή δημιουργεί ένα κενό στην αγορά. Δεδομένου ότι η ζήτηση για βασικά τρόφιμα (γάλα, κρέας, φρούτα, λαχανικά) παραμένει σταθερή, αυτό το κενό καλύπτεται αναγκαστικά από αυξημένες εισαγωγές.
Τα εισαγόμενα προϊόντα, ωστόσο, έρχονται με το δικό τους «καπέλο»:
- Υψηλότερες διεθνείς τιμές
- Αυξημένο κόστος μεταφορικών
- Περιθώρια κέρδους περισσότερων μεσαζόντων
Και εκτός των παραπάνω δεν θα πρέπει κανείς να είναι σίγουρος για την ποιότητα όλων αυτών των προϊόντων που θα εισαχθούν τελικά και θα καταλήξουν στο πιάτο μας.
Από τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς πως τελικά ο καταναλωτής πληρώνει διπλά αυτή την κρίση:
- Πληρώνει ακριβότερα τα λιγοστά εγχώρια προϊόντα, καθώς αυτά κουβαλούν το αυξημένο κόστος παραγωγής και χρηματοδότησης του Έλληνα αγρότη.
- Πληρώνει εξίσου ακριβά (αν όχι ακριβότερα) τα αναγκαία εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία αντικαθιστούν την παραγωγή που χάθηκε.
Συμπερασματικά, η συζήτηση για τον έλεγχο του πληθωρισμού τροφίμων είναι κενή περιεχομένου, αν δεν ξεκινά από τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του πρωτογενούς τομέα. Η σταθερότητα στο ράφι του σούπερ μάρκετ προϋποθέτει σταθερότητα, προβλεψιμότητα και, κυρίως,… ρευστότητα στο χωράφι.
 
 