Σημαντικά πιο «αλμυρό» κλήθηκαν να πληρώσουν φέτος το ρεύμα τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς έως τώρα οι τιμές έχουν κινηθεί σχεδόν όλο το 2025 σε υψηλότερα επίπεδα, έναντι του 2024. Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία του Insider.gr, για το πρώτο 7μηνο του έτους, των στοιχείων σχετικά με τον δείκτη τιμών ενέργειας για οικιακή χρήση (HEPI) και τη σύγκρισή τους με την προηγούμενη χρονιά.
Όσον αφορά τη χώρα μας, και από τα μηνιαία δελτία για το διάστημα Ιανουάριος – Ιούλιος 2025, προσδιορίζεται πως η μέση τιμή ρεύματος για τους εγχώριους οικιακούς καταναλωτές ήταν 23,7 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα (συμπεριλαμβάνοντας ρυθμιζόμενες χρεώσεις, τέλη, φόρους). Επομένως, είναι 11% περίπου υψηλότερη από την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2024, για την οποία προκύπτει τελική οικιακή τιμή στα 21,4 λεπτά ανά kWh.
Υπενθυμίζεται ότι ο δείκτης HEPI υπολογίζεται σε μηνιαία βάση από τις Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, σε συνεργασία με την εταιρεία VaasaETT. Με αυτό τον τρόπο, καθορίζονται τα οικιακά τιμολόγια ρεύματος σε 33 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (καθώς η έρευνα διεξάγεται σε επίπεδο πρωτευουσών), μεταξύ των οποίων και στα 27 κράτη – μέλη της Ε.Ε.

Άλμα στη χονδρική
Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, η παραπάνω εικόνα είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της «μίνι» πανευρωπαϊκής κρίσης που ξέσπασε τον προηγούμενο χειμώνα και διήρκεσε περίπου μέχρι τον Απρίλιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη συγκεκριμένη περίοδο καταγράφηκαν υψηλές χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος σχεδόν σε όλη την Ε.Ε. – σε αντίθεση με την εκτίναξη αποκλειστικά των αγορών της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που είχε προηγηθεί το προηγούμενο καλοκαίρι.
Όσον αφορά την ελληνική αγορά, το πρώτο 4μηνο καταγράφηκαν αυξήσεις σε ετήσια βάση από 45% έως και 109%. Αυξήσεις που, όπως είναι φυσικό, είχαν ως συνέπεια να κινηθούν ανοδικά και τα οικιακά τιμολόγια. Έτσι, με εξαίρεση τον Ιανουάριο, υπήρξαν ανατιμήσεις μέχρι και 18%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αυξήσεις στα τιμολόγια δεν ακολούθησαν πλήρως την ανοδική πορεία της αγοράς. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στις επιδοτήσεις που δόθηκαν από την πολιτεία, το τρίμηνο Ιανουάριος – Μάρτιος 2025, όσο και στο ότι αρκετοί προμηθευτές επέλεξαν να απορροφήσουν μέρος του άλματος της χονδρικής στα τιμολόγιά τους.
Πανευρωπαϊκή τάση
Η πανευρωπαϊκή διάσταση του φαινομένου οφείλεται στο ότι πίσω από τη συγκεκριμένη «μίνι» ενεργειακή κρίση κρυβόταν κυρίως η εκτίναξη των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου. Είναι ενδεικτικό ότι το πρώτο 4μηνο, οι τιμές στον ολλανδικό κόμβο TTF παρουσίασαν συνεχή ανοδική πορεία και κορυφώθηκαν τον Μάρτιο, ξεπερνώντας τα επίπεδα των 50 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει αυξητική τάση στα οικιακά τιμολόγια σχεδόν όλων των κρατών – μελών της Ε.Ε. Απόδειξη το γεγονός ότι στο 7μηνο η μέση τιμή του δείκτη HEPI, για τις 27 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καταγράφει αύξηση κατά 3% περίπου. Κι αυτό γιατί διαμορφώνεται στα 25,1 λεπτά ανά kWh, έναντι 24,3 λεπτά ανά kWh την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2024.
Με την «επίδοση» της Αθήνας (Ελλάδας) στα 23,7 λεπτά ανά kWh, τα εγχώρια οικιακά τιμολόγια παρέμειναν φθηνότερα από τις μέσες τιμές στην Ε.Ε. Ωστόσο, η διαφορά φέτος έχει «ροκανιστεί» στο 5%, από 12% περίπου πέρυσι.
Αχαλίνωτη κερδοσκοπία
Όσον αφορά την εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου από τις αρχές του έτους, βασικές αιτίες ήταν η απότομη μείωση των αποθεμάτων στις ευρωπαϊκές αποθήκες, λόγω της υψηλής κατανάλωσης. Η ενίσχυση της ζήτησης προήλθε με τη σειρά της από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, καθώς οι χαμηλές θερμοκρασίες συνδυάστηκαν με σχετικά περιορισμένο αιολικό δυναμικό, με συνέπεια το φυσικό αέριο να έχει ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό ενεργειακό μίγμα.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες, με δεδομένο ότι από την 1η Ιανουαρίου διακόπηκε η διέλευση ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας. Σύμφωνα ωστόσο με αναλυτές, οι θεμελιώδεις αυτές παραμέτρους δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί η τιμή του αερίου έφτασε σε τόσο υψηλά επίπεδα μέσα στο 2025, παραμένοντας ακόμη και τώρα ακριβότερο σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Μάλιστα, ο προηγούμενος υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης, είχε αποδώσει την άνοδο σε έντονα κερδοσκοπικά στοιχεία. Χαρακτηριστικά, σε συνέντευξή του τον περασμένο Μάρτιο, είχε αναφερθεί στην ανάγκη η Ε.Ε. να περιορίσει «την αχαλίνωτη κερδοσκοπία στο εισαγόμενο στην Ευρώπη φυσικό αέριο».
Υψηλή εξάρτηση από το αέριο
Πηγές της αγοράς πάντως επισημαίνουν ότι, ανεξάρτητα από τις αιτίες ανόδου των τιμών αερίου, ένα μειονέκτημα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι πως έχει υψηλότερη έκθεση στα ράλι του καυσίμου, έναντι άλλων ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων Ενέργειας.
Σημαντικός λόγος είναι η ανισορροπία του εγχώριου «πράσινου» μίγματος, με την κυριαρχία των φωτοβολταϊκών, και η απουσία αποθήκευσης. Ως συνέπεια, με τη δύση του ήλιου, η ευρεία συμμετοχή των μονάδων αερίου είναι κατά κανόνα απαραίτητη για την κάλυψη της ζήτησης – αυξάνοντας έτσι το «αποτύπωμα» του καυσίμου στις χονδρεμπορικές τιμές. Ακόμη χειρότερα, η υψηλή διείσδυση των κυμαινόμενων τιμολογίων, έχει ως συνέπεια οι τιμές λιανικής να επηρεάζονται σημαντικά από τα σκαμπανεβάσματα της χονδρικής.
Όσον αφορά τις φετινές αυξήσεις στα τιμολόγια, μία ιδιαίτερη παράμετρος είναι επίσης οι αυξημένες χρεώσεις των προμηθευτών το δίμηνο Ιουνίου – Ιουλίου (κατά 13% σε ετήσια βάση), παρά το ότι τους δύο αυτούς μήνες το χονδρεμπορικό κόστος παρουσίασε πτώση. Πιθανόν ορισμένοι πάροχοι επέλεξαν να ανακτήσουν τα κόστη απορρόφησης μέρους των αυξήσεων, κατά τους μήνες που είχαν προηγηθεί, ενώ άλλες εταιρείες κινήθηκαν συντηρητικά στις χρεώσεις τους – με την επιφύλαξη νέας εκτίναξης της αγοράς μέσα στο καλοκαίρι.