Ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει ανακοινώσει τους δασμούς που θα επιβάλει στην πλειονότητα των χωρών της υφηλίου. Αν και εκκρεμεί η οριστικοποίηση πολλών παραμέτρων, κι ενώ η Ελβετία σπεύδει να πετύχει μια συμφωνία με τις ΗΠΑ πριν την αυριανή προθεσμία, με μια γρήγορη ματιά γίνεται φανερό οι χώρες των BRICS βρέθηκαν ξεκάθαρα στο «στόχαστρο» του Ντόναλντ Τραμπ.
Η Βραζιλία ξεχώρισε, όταν ανακοινώθηκε ότι θα υπόκειται σε δασμό 50%, παρά το γεγονός ότι έχει εμπορικό έλλειμμα με τις ΗΠΑ. Έτσι, στον ελάχιστο δασμό του 10% που είχε ανακοινώσει ο Τράμπ την «Ημέρα της Απελευθέρωσης», προστέθηκε μια αύξηση 40 ποσοστιαίων μονάδων. Αυτή η αύξηση, σύμφωνα με την Commerzbank, είναι η μεγαλύτερη με διαφορά μεταξύ όλων των χωρών του κόσμου.
Τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα ούτε για τη Νότια Αφρική, μια χώρα που οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν μάλλον με αδιαφορία. Όπως σημειώνει η Commerzbank, απ’ όσο είναι γνωστό, δεν υπήρξαν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Νοτίου Αφρικής και ΗΠΑ. Ενώ λοιπόν σε όλες τις άλλες χώρες του νότου της αφρικανικής ηπείρου προσφέρθηκε μείωση των δασμών τους στο νέο ελάχιστο επίπεδο του 15%, ο δασμός της Νότιας Αφρικής παραμένει στο 30%.
Όσο για την Ινδία, η κατάσταση φαίνεται ακόμη πιο αινιγματική. Αν και ο ονομαστικός δασμός μειώθηκε από 26% σε 25%, εκκρεμεί ακόμα η απειλή για σημαντική αύξηση πάνω από το 25%, εάν η Ινδία δε σταματήσει άμεσα να εισάγει ρωσικό πετρέλαιο.
Πολιτικά κίνητρα
Όπως σχολιάζει η Commerzbank, από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως η πολιτική, και όχι τόσο η οικονομία, παίζει πολύ πιο εμφανή ρόλο όσον αφορά τους νέους δασμούς που επιβλήθηκαν στις χώρες των BRICS.
Στην περίπτωση της Βραζιλίας αυτό έχει καταστεί απολύτως σαφές τόσο μέσω της επιστολής που εστάλη από τις ΗΠΑ, όπου ο Τραμπ εκφράζει την υποστήριξή του στον ακροδεξιό πρώην πρόεδρο της Βραζιλίας, Ζαΐχ Μπολσονάρου, όσο και μέσω των ενεργειών του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ έκτοτε.
Η πολιτική πιθανότατα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα κατηγορήσει την κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής ότι αδιαφορεί για την τύχη των λευκών αγροτών της χώρας, αν και αυτό δεν συνδέθηκε ρητά με τους δασμούς.
Έμμεσο «χτύπημα» στην Κίνα
Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, ωστόσο, είναι το πώς η Κίνα έχει αποφύγει περαιτέρω αυξήσεις στους δασμούς της, παρόλο που πολιτικά θα μπορούσε να θεωρηθεί ο προφανής στόχος.
Η υπόθεση των δευτερογενών κυρώσεων για εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου είναι χαρακτηριστική. Διότι ενώ οι ΗΠΑ απειλούν ανοιχτά την Ινδία με υψηλότερους δασμούς λόγω των εισαγωγών της από τη Ρωσία, δεν έχει γίνει καμία τέτοια αναφορά όσον αφορά την Κίνα. Φαίνεται πως η Κίνα έχει βρει ένα ισχυρό όπλο, μέσω της πολιτικής χορήγησης αδειών εξαγωγής για σπάνιες γαίες και άλλα κρίσιμα ορυκτά, το οποίο έχει αποτρέψει περαιτέρω ενέργειες από πλευράς ΗΠΑ.
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση των νέων δασμών αποκαλύπτει κάτι ενδιαφέρον. Όπως εξηγεί η Commerzbank, όταν οι δασμοί αποτυπώνονται σε σχέση με το ρυθμό αύξησης των εισαγωγών από την Κίνα για κάθε χώρα ξεχωριστά, φαίνεται να υπάρχει σύνδεση μεταξύ της αυξημένης εμπορικής δραστηριότητας με την Κίνα και του επιπέδου δασμών που επιβάλλεται σε κάθε χώρα.

Επομένως, φαίνεται πως οι ΗΠΑ συνεχίζουν να στοχεύουν την Κίνα έμμεσα, μέσω των εμπορικών της εταίρων. Και αυτό ενισχύει την εκτίμηση ότι πολιτικές σκοπιμότητες -και όχι τα εμπορικά ελλείμματα- είναι και σε αυτή την περίπτωση το βασικό κίνητρο.
Επιπτώσεις για το δολάριο
«Οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν τίποτα λιγότερο από μια πλήρη αναδιάρθρωση των παγκόσμιων εμπορικών ροών» αναφέρει χαρακτηριστικά η Commerzbank, επισημαίνοντας πως «οπουδήποτε αγαθά και υπηρεσίες διακινούνται πέρα από σύνορα, τότε τα χρήματα αλλάζουν χέρια και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες επηρεάζονται».
«Συνεπώς, είναι σαφές ότι οι αλλαγές στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις αγορές συναλλάγματος. Και παρόλο που δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο ποιες θα είναι όλες οι επιπτώσεις και οι ακούσιες συνέπειες, δύσκολα μπορεί κανείς να δει όλη αυτή την εξέλιξη ως κάτι θετικό για το δολάριο».