Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στα τέλη Ιουνίου άφησε τον Ντόναλντ Τραμπ απολύτως ικανοποιημένο. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ χαρακτήρισε «τρομερό» το γεγονός ότι τα 32 μέλη της στρατιωτικής συμμαχίας συμφώνησαν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Τα πιέζει να το πράξουν εδώ και χρόνια. Ωστόσο, έστρεψε την συνήθη οργή του ενάντια σε ένα μέλος: την Ισπανία. Μετά την έντονη αντίθεση του πρωθυπουργού της χώρας, Πέδρο Σάντσεθ, η ισπανική κυβέρνηση βρήκε έναν τρόπο να ξεφύγει από τη δέσμευση του 5%, ισχυριζόμενη ότι θα μπορούσε να εκπληρώσει τις αμυντικές της υποχρεώσεις δαπανώντας πολύ λιγότερα.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι η απόφαση ήταν «απαίσια» και θα αναγκαστούν να «πληρώσουν τα διπλάσια». Ο Σάντσεθ υποστήριξε ότι ο στόχος του 5% -ο οποίος αναλύεται σε 3,5% για την άμυνα και 1,5% για τις υποδομές που σχετίζονται με την άμυνα- ήταν παράλογος και ότι η εκτροπή των δημόσιων δαπανών με τέτοιο τρόπο θα μπορούσε να βλάψει την οικονομία. Τελικά, η Ισπανία εξασφάλισε μια συμφωνία με το ΝΑΤΟ που της παρείχε μια επιλογή εξαίρεσης. Αυτό έχει εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον βαθμό, στον οποίο πολλά κράτη μέλη θα είναι τελικά σε θέση να αντέξουν οικονομικά τις δεσμεύσεις δαπανών που έχουν δώσει.
Σφιχτοί προϋπολογισμοί
«Η επιλογή να δοθεί προτεραιότητα στην άμυνα εν μέσω περικοπών στις δημόσιες δαπάνες είναι πολιτικά δύσκολη και θα χρειαστεί πολλή πειθώ για να γίνει αποδεκτή από το εκλογικό σώμα, και μάλιστα από όλες τις κυβερνήσεις που βρίσκονται στο αξίωμα», δήλωσε στην DW η Φένελα ΜακΓκέρτι, ανώτερη ερευνήτρια για την αμυντική οικονομία στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS). Επισημαίνει ότι όταν η Ισπανία είχε προηγουμένως σηματοδοτήσει αύξηση των αμυντικών δαπανών τον Απρίλιο, ο Σάντσεθ ήθελε να τονίσει ότι αυτό δεν θα αύξανε το χρέος της χώρας, ούτε θα επηρέαζε τις κοινωνικές δαπάνες.
Η Ίλκε Τοφγκούρ, διευθύντρια του Κέντρου Παγκόσμιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο IE της Μαδρίτης, πιστεύει ότι η θέση της Ισπανίας αφορούσε εν μέρει μια «ανοιχτή συζήτηση» για το γεγονός ότι η ιεράρχηση των αμυντικών δαπανών θα επηρέαζε άλλους βασικούς τομείς των εθνικών προϋπολογισμών και θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια καταστροφική αντίδραση. «Εάν δεν υπάρχει κατανόηση σχετικά με τη σημασία της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής ή σε άλλα κοινωνικά ζητήματα, για παράδειγμα, τη στέγαση ή την υποστήριξη της υγείας ή της εκπαίδευσης, τότε η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα δημιουργήσει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκουν να επιτύχουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες», δήλωσε στην DW.
Το πρόβλημα του χρέους
Εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα ορισμένων κρατών μελών να επιτύχουν τα συμφωνημένα επίπεδα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες από το 2024, όλα τα μέλη της Συμμαχίας -εκτός από οκτώ- επιτύγχαναν τον υπάρχοντα στόχο του 2%. Μερικά έχουν καλύψει το χαμένο έδαφος στο μεταξύ. Ωστόσο, εκείνα που βρίσκονται πιο πίσω όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες – η Ισπανία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Ιταλία και η Πορτογαλία – αντιμετωπίζουν επίσης το πρόβλημα του υψηλού δημόσιου χρέους, που πλησιάζει ή και ξεπερνά το 100% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) τους.
Η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση, καθώς έχει το υψηλότερο επίπεδο χρέους από όλες, αλλά ήδη δαπανά περισσότερο από 3% για την άμυνά της. Η Τοφγκούρ είναι επιφυλακτική ως προς το αν ορισμένες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίες κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008/2009 επέκριναν τα επίπεδα χρέους ορισμένων χωρών της Νότιας Ευρώπης, κατανοούν την κλίμακα της πρόκλησης για τις οικονομίες να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, διαχειριζόμενες παράλληλα τα υψηλά υπάρχοντα επίπεδα χρέους. «Τι θα συμβεί αν αυτές οι χώρες χρησιμοποιήσουν τα επόμενα 5-10 χρόνια για να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες; Σημαίνει αυτό ότι χρειάζονται περισσότερες επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα;» αναρωτιέται. Κατά τη γνώμη της, χρειάζεται μια «δικαιότερη αξιολόγηση του ζητήματος του χρέους και του συνολικού αντίκτυπου στην ευρωπαϊκή οικονομία γενικότερα».
Η ΜακΓκέρτι υποστηρίζει ότι οι χώρες με ισχυρή δημοσιονομική θέση, όπως η Γερμανία, μπορούν να δανειστούν για να επιτύχουν τους στόχους, αλλά εκείνες με μακροπρόθεσμα προβλήματα χρέους θα διστάσουν να προσθέσουν σε αυτό το χρέος. Εάν εκείνες που εξακολουθούν να υστερούν από το όριο του 2% πρόκειται να έχουν «κάποια ελπίδα να επιτύχουν τον στόχο του 5% χωρίς να δανειστούν περισσότερο», σημείωσε, θα πρέπει να κάνουν το είδος των δραματικών επιλογών που αποστρέφεται ο Σάντσεθ ή να ελπίζουν ότι ο ιδιωτικός τομέας θα έρθει να τις σώσει. Οι αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν με άλλα μέσα, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, «υψηλότερης φορολογίας, περικοπών σε άλλους τομείς δημόσιων δαπανών ή μέσω άλλων δημιουργικών επιλογών χρηματοδότησης, μεταξύ άλλων, ειδικών κεφαλαίων που διαχειρίζονται οι κεντρικές τράπεζες ή τα υπουργεία Οικονομικών».
Το υψηλό κόστος της ασφάλειας
Ενώ ηγέτες όπως ο Σάντσεθ και άλλοι ανησυχούν για τον δανεισμό και τις πιθανές περικοπές, οι ειδικοί λένε ότι το σενάριο είναι προδιαγεγραμμένο εδώ και καιρό. Η ΜακΓκέρτι σημείωσε ότι ο ΓΓ του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, δήλωσε ήδη από τον Δεκέμβριο του 2024 ότι οι αυξήσεις στις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες θα επηρέαζαν αναγκαστικά τις δαπάνες για συντάξεις, εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη.
Ωστόσο, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών εμπεριέχει τους δικούς της οικονομικούς κινδύνους. Καθώς η Ευρώπη βιάζεται να δημιουργήσει τον δικό της τομέα όπλων, ο αυξανόμενος πληθωρισμός στην αμυντική βιομηχανία, οι καθυστερήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού και τα εργασιακά ζητήματα σημαίνουν ότι χρειάζονται όλο και περισσότερα χρήματα για την επίτευξη των ίδιων στόχων. Η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), προειδοποίησε τον Μάρτιο ότι οι ίδιες οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες θα μπορούσαν να συμβάλουν στον πληθωρισμό – μια ακόμα υπενθύμιση ότι για πολλές χώρες, η βιασύνη να γίνει η Ευρώπη ασφαλέστερη θα έχει υψηλό τίμημα.
Πηγή: DW